34

297 78 22
                                    

Απόσπασμα από το ημερολόγιο της Σοφίας στεφάνου

Η επιστροφή για άλλη μια φορά στη Μονμάρτρη αποτέλεσε για εμένα πηγή όχι μόνο άφατης χαράς, μα και τρόπο και δρόμο επιστροφής στη ζωή. Αφού το καημένο το γλυκό μου μωρό ποτέ δε θα γύριζε πίσω, έπρεπε για να μπορέσω να κάνω ένα άλλο να μάθω εγώ να ζω ξανά με κέφι κι ενεργητικότητα. Κάθε φορά, Λήδα μου, που μπορούσα να ξεγλιστρήσω από την ασφυκτική επιτήρηση και των δυο μου γονιών πίστευα πως ο κόσμος ολόκληρος μου ανήκε. Και στη διάρκεια των πρώτων ημερών της παραμονής μας εκεί, με βοήθησε πάρα πολύ κι ο σύζυγος μου, ο οποίος μου φερόταν ακόμη ιπποτικά, και μου μιλούσε μελιστάλαχτα. Δεν το γνώριζα, μα οι μέρες που θα με κοίταζε στα μάτια σαν να ήμουν σημαντική γι'αυτόν έφταναν κιόλας στο τέλος τους, πολύ νωρίς σωστά;

Η αντίστροφη μέτρηση άρχισε ένα σαββατιάτικο πρωί. Εγώ ένιωθα πολύ κουρασμένη ίσως από την αλλαγή του κλίματος κι έτσι κοιμήθηκα ως αργά. Όταν κατάφερα τελικά να ξυπνήσω διαπίστωσα πως ο Νικόλας δε βρισκόταν ούτε στο δωμάτιο μα κι ούτε και στην τραπεζαρία του σπιτιού. Στην αρχή σκέφτηκα να τον περιμένω για να πάρουμε μαζί πρωινό αλλά αφού έβλεπα πως περνούσε η ώρα κάθισα να προγευματίσω μόνη.

Έπειτα, έκανα ένα ζεστό μπάνιο και βγήκα να τον αναζητήσω. Τον γύρεψα στους κήπους μα ούτε κι εκεί τον βρήκα. Μπήκα λοιπόν κάπως ανήσυχη μέσα στο σπίτι κι άρχισα να ψάχνω τα δωμάτια. Δε ζούσαμε σε ανάκτορο αλλά οι γονείς μου επέμεναν να αγοράζουν πάντα μεγάλα σπίτια, γιατί ήθελαν όπως έλεγαν να φιλοξενούν συχνά κόσμο.

Τον Νικόλα τον βρήκα στη σοφίτα κοριτσάκι μου. Σε λεπτομέρειες δε θα μπω, θα σου πω όμως καταπίνοντας τη ντροπή μου πως δεν ήταν μόνος εκεί πάνω. Αυτή που κρατούσε στα χέρια του δεν ήταν μια από τις υπηρέτριες μας όπως ίσως να σου πέρασε μόλις από το νου, μα μια όμορφη χαριτωμένη Γαλλίδα που είχε περίπου την ηλικία μου. Δεν ξέρω που τη βρήκε, ποτέ δε μου είπε την αλήθεια, μα υποπτεύομαι πως μόλις με έβαζε για ύπνο, αναζητούσε το καλύτερο στέκι για να δοκιμάσει κάποιο εκλεκτό κρασί που δεν του παρείχε η πλούσια κάβα του πατέρα μου. Αχ Λήδα, αυτή την κάβα από τότε και στο εξής άρχισα να την επισκέπτομαι πολύ συχνά.

Η Γαλλίδα με είδε από το άνοιγμα της πόρτας μα ο Νικόλας όχι. Έφυγα από εκεί σαν κυνηγημένη, άρπαξα μια λουλουδάτη ζακέτα κι έτρεξα έξω από το σπίτι χωρίς να αφήσω ούτε ένα σημείωμα. Μα γιατί να έγραφα σε εκείνον που με είχε προδώσει με τον τρόπο αυτό; Τι μου έλειπε κοριτσάκι μου εμένα τότε; Δεν ήμουν νέα ακόμη; Δε θυσίασα το μωρό για να μην τον κακοκαρδίσω;

Το φιλί του ΝάρκισσουWhere stories live. Discover now