Κεφάλαιο 16

5K 343 13
                                    

Κοιτάζω ακόμη μια φορά τον γιο μου και προσπαθώ να χωνέψω πως αυτός ο μικρός είναι δικός μου. Έχουν περάσει σχεδόν τρία χρόνια από τη γέννηση του αλλά ο καιρός περνάει τόσο γρήγορα που ο Ανδρέας μου αλλάζει μέρα με τη μέρα. Τίποτα όμως δεν μου στερεί τις ευτυχισμένες στιγμές με τον γιο μου. Πλέον έκανα μια αρχή μαζί του και προσπαθώ όσο μπορώ να διώχνω από το μυαλό μου τις σκέψεις και τις μνήμες που με επηρεάζουν χωρίς όμως να τις διαγράφω.

Θυμάμαι όταν τον πρώτο καιρό φοβόμουν το παραμικρό κλάμα που ακουγόταν από το στόμα του, όχι πως τώρα δεν φοβάμαι αλλά σίγουρα όχι σε τέτοιο βαθμό. Ίσως η απόφαση να μετακομίσω μόνη μου με τον γιο μου να ήταν η καλύτερη έστω και αν ο Ανδρέας ήταν μόλις έξι μηνών. Απέκτησα περισσότερες ευθύνες και ήμουν πια σίγουρη για το μεγάλωμα του μικρού.

Φυσικά το ότι μετακόμισα ακριβώς απέναντι από το πατρικό μου μπορεί να ακούγεται αστείο αλλά και πάλι έχω τον δικό μου χώρο αν και στην αρχή το πήρα κάπως στραβά. Όταν ο μπαμπάς ανακοίνωσε σε μένα και στον αδερφό μου πως έχει εξασφαλίσει στον καθένα το δικό του σπιτι χαρήκαμε αλλά μέχρι να χωνέψουμε το γεγονός πως θα μέναμε απέναντι από το πατρικό μας πέρασε λίγος καιρός.

Ταυτόχρονα με την μετακόμιση μας στο σπίτι άρχισα να ψάχνω και ένα χώρο για να φτιάξω ένα μικρό μαγαζάκι με σπιτικές λεμονάδες και μπισκότα. Στην αρχή δυσκολεύτηκα αφού είχα όλη μου την προσοχή στραμμένη στον γιο μου αλλά με την βοήθεια και των υπολοίπων βρήκα ένα πολύ ωραίο μέρος για να στεγάσω τη δουλειά που ήθελα να κάνω. Περίπου έξι μήνες μετά είχα έτοιμο το μαγαζάκι και το μόνο που έμενε ήταν να βρω και ένα άτομο να με βοηθάει αρχικά. Έτσι γνώρισα τον Στέλιο και ακολούθως την Άννα.

* * * * * *

Το τραπέζι είναι γεμάτο με φαγητά έτοιμα να τα καταβροχθίσουμε αλλά περιμένουμε δύο ζευγάρια να φτάσουν και δεν είναι άλλοι από τον αδερφό μου με την Αντιγόνη και τον Κωνσταντίνο με την Έλενα.
"Μαμά πότε θα φάμε;" ακούω από μακριά τον γιο μου να με ρωτάει. Τώρα τι να του πω του παιδιού; Να δούμε τι κάνουν και αργούν.
"Ανδρέα μου περιμένουμε τον νονό σου να 'ρθει και μετά θα φάμε." του λέω και ελπίζω να μην αργήσουν πολύ.
"Μα αφού ο νονός είναι εκεί γιατί δεν έρχεται;" ρωταει και πάλι ο μικρός και με το δάχτυλο του μου δείχνει το σπίτι του Αλέξη.

Πηγαίνω κοντά στον Ανδρέα ο οποίος βρίσκεται στην αυλή με το αυτοκινητάκι του και βλέπω τον Αλέξη να κάνει βόλτες στην αυλή με σκυφτό το κεφάλι και να παραμιλάει. Αναρωτιέμαι τι μπορεί να έχει πάθει αλλά δεν χρειάζεται και πολύ να καταλάβω αφού με το που τον εξετάζω καλύτερα καταλαβαίνω πως μάλλον τον άφησε η Αντιγόνη στα κρύα του λουτρού. Πάω κοντά στο διαχωριστικό που έχουν ανάμεσα τα σπίτια μας και προσπαθώ να μην γελάσω.
"Ε ψιτ.." του φωνάζω χαμηλόφωνα και αμέσως τον βλέπω να σταματάει και γυρνάει προς το μέρος μου.
"Σε μένα μιλάς;" ρωτάει ενώ προσπαθεί να καλυφτεί και εγώ του γνεφω θετικά. Με κοιτάζει απορημένος και προσπαθεί να καταλάβει τι θέλω.
"Βοηθάει το κρύο ντουζ." του λέω γελώντας και δείχνω με τα μάτια μου το σημείο που τον βασανίζει. Τον βλέπω να τσιτώνεται αλλά δεν κάνει κίνηση να έρθει προς το μέρος μου.
"Μαρίλια χάσου από μπροστά μου μην σε πάρει εσένα η μπάλα. Δεν θα τα βγάλω πέρα σήμερα μαζί σας." Λέει μέσα από τα δόντια του ενώ προσπαθεί να ηρεμήσει. Κατά βάθος τον λυπάμαι γιατί από ότι ξέρω τον έχει τρελάνει η Αντιγόνη τώρα που είναι έγκυος.
"Ει αδερφέ ηρέμησε. Σκέψου την δουλειά και θα δεις που αμέσως θα ηρεμήσεις." Μόλις του το λέω αυτό τον βλέπω να χαλαρώνει.
"Είχες δίκιο. Μου ήρθε αμέσως στο νου ο θείος. Τώρα είμαι σίγουρος ότι δεν θα έχω άλλες ενοχλήσεις." λέει σίγουρος και έρχεται προς το μέρος μου την ίδια στιγμή που βγαίνει από το σπίτι η Αντιγόνη με ένα μικρό χαμόγελο πράγμα που σημαίνει πως άκουγε τόση ώρα. Φτάνουν και οι δύο μπροστά μου έτοιμοι να περάσουν από το μικρό πορτάκι που ενώνει τις αυλές μας.
"Είσαι εντάξει αγάπη μου, ηρέμησες;" ρωτάει με ένα αθώο τρόπο τον Αλέξη η Αντιγόνη. "Ναι ευτυχώς για σένα." της λέει και την πιάνει από τη μέση. Εκείνη σκύβει στο αυτί και του ψιθυρίζει κάτι και αμέσως τον βλέπω να τσιτώνεται. Να δούμε τι του είπε πάλι.
"Γαμώτο σου Αντιγόνη." βρίζει σιγανά και αρχίζει να απομακρύνεται με κατεύθυνση πίσω προς το σπίτι τους.
"Που πας μωρό μου;" λέει γελώντας η Αντιγόνη και η φωνή της τον προλαβαίνει πριν μπει μέσα στο σπίτι. "Να...ανακουφιστώ." της απαντάει κάπως σφιγμένα ο Αλέξης δημιουργώντας μας ένα ισχυρό κύμα γέλιου.

Σ'αγαπώ. Ό,τι κι αν γίνει ψυχή μου. (TYS_GR)Where stories live. Discover now