Κεφάλαιο 23

5K 325 3
                                    

Η ώρα έχει πάει δώδεκα και η οικογένεια έφυγε πριν δέκα λεπτά αφού στις δύο θα πήγαιναν όλοι από το σπίτι του παππού και της γιαγιάς.
Το μαγαζάκι έχει αδειάσει λόγω του ότι είναι μεσημέρι και έτσι αποφάσισα κι εγώ να πω στα παιδιά να πάρουν ρεπό και να μην έρθουν το απόγευμα.

Είμαι πίσω από το μπαρ και προσπαθώ να κλείσω το ταμείο και δίπλα μου είναι η Χριστίνα μέσα στο καρότσι της να κοιμάται. Βασανίστηκε πολύ με την μικρή η Άννα αυτές τις μέρες που λείπω από εδώ και ίσως θα πρέπει να κλείσω το μαγαζάκι για λίγο μέχρι να μπορέσω να επανέλθω.

"Γιατί κλείνεις το ταμείο;" ακούω τον Στέλιο να με ρωτάει. "Γιατί κλείνουμε. Πήγαινε κλείδωσε την μπροστινή είσοδο." του λέω και με κοιτάζει με απορία.
"Παίρνετε ρεπό για την υπόλοιπη μέρα και επίσης αυτά πάρε αυτά και βγάλε έξω για φαγητό τα κορίτσια σου." του λέω και του δίνω λίγα μετρητά.

"Μαρίλια τι κάνεις;" ρωτάει ο Στέλιος.
"Ρεπό για σήμερα. Άντε να κλείσουμε το μαγαζάκι να φύγουμε." ξαναλέω και τον σπρώχνω να τελειώσει τις δουλειές του.
"Λοιπόν αποφάσισα να κλείσω για λίγο το μαγαζάκι μέχρι να είμαι σε θέση να επιστρέψω. Θα συνεχίσετε να παίρνετε κανονικά το μισθό σας όσο καιρό θα παραμείνει κλειστό το μαγαζάκι." λέω και στους δύο όταν βγαίνουμε από το μαγαζάκι.

"Τι; Μαρίλια τι είναι αυτά που λες; Γιατί να γίνει αυτό;" ρωτάει η Άννα.
"Γιατί Άννα μου δουλεύετε πολλές ώρες. Δεν γίνεται να ταλαιπωρείς τη Χριστίνα, είναι μικρή για να περνάει τόσες ώρες εδώ μέσα." της λέω απόλυτα.
"Το μόνο που θέλω από εσάς είναι να έρχεστε οπότε μπορείτε μέσα στη μέρα να ελέγχετε το μαγαζάκι. Επίσης Στέλιο θέλω αύριο να βάλεις ανακοίνωση μπροστά στην είσοδο ότι το μαγαζάκι θα μείνει κλειστό για κάποια χρονική περίοδο." τους δίνω οδηγίες και ευτυχώς τις δέχονται χωρίς αντιρρήσεις για το κλείσιμο του μαγαζιού αλλά φυσικά δεν τους έδωσα την ευκαιρία να αντιδράσουν για αυτό.
"Εντάξει Μαρίλια, μην ανησυχείς." μου λέει ο Στέλιος. "Ωραία λοιπόν τα λέμε. Γεια σας παιδιά." τους χαιρετώ και κατευθυνόμαστε στα αυτοκίνητα μας.
"Γεια σου Μαρίλια μου." μου λέει ο Στέλιος και μου κλείνει το μάτι καθώς βοηθάει την Άννα να βάλουν τη μικρή στο αυτοκίνητο.

Μπαίνω στο αυτοκίνητο χωρίς να εχω ιδέα για το που θα πάω τώρα. Η σκέψη να επισκεφτώ τον παππού και τη γιαγιά τριγυρίζει στο μυαλό μου αλλά δεν είμαι σίγουρη αν θέλω να το κάνω.

Ξεκινώ το αυτοκίνητο χωρίς κανένα προορισμό υπόψιν μου μέχρι που κάποια στιγμή αντιλαμβάνομαι πως βρίσκομαι στη γειτονιά του παππού και της γιαγιάς. Μάλλον το υποσυνείδητο μου με πρόδωσε αφού θέλω πολύ να τους δω απλά δεν θεωρώ σωστό το φαγοπότι ενώ ο γιος μου βρίσκεται στο νοσοκομείο.

Σ'αγαπώ. Ό,τι κι αν γίνει ψυχή μου. (TYS_GR)Where stories live. Discover now