Κεφάλαιο 34

5.3K 347 14
                                    

"Μαμά που θα πάμε;" ρωτάει ο Ανδρέας. "Θα πάμε βόλτα στη θάλασσα." του λέω καθώς τον βοηθάω να φορέσει τη ζακέτα του.

Έχει περάσει μια βδομάδα από τότε που έμαθα την 'συγγένεια' του θείου Αναστάση με τον Ορέστη αλλά ακόμα δεν κανόνισα συναντηση με τον μαζί του.

Στο μαγαζάκι έχω ήδη προσλάβει ακόμα δύο υπαλλήλους αφού την Δευτέρα κιόλας είχαμε μαζέψει πολλά βιογραφικά και έτσι επίσπευσα την διαδικασία πρόσληψης.

Ο χρόνος που περνώ με τον Ανδρέα τώρα είναι περισσότερος πράγμα για το οποίο χαιρόμαστε και οι δύο.

Φτάνουμε στη θάλασσα, χαρούμενοι και οι δύο αφού είναι κοινό αγαπημένο μας. Απλώνω τη ψάθα στην άμμο και καθόμαστε κάτω βάζοντας τον μικρό να καθίσει μπροστά ανάμεσα στα πόδια μου. Χανόμαστε ο καθένας στον δικό του κόσμο. Αυτόν τον κόσμο που η θάλασσα μας βοηθάει να τον δούμε διαφορετικά και από όλες του τις πλευρές. Πρέπει σήμερα να βρω επιτέλους τη δύναμη και το κουράγιο να συναντήσω τον Ορέστη. Δεν ξέρω που αλλού να αποταθώ για να αντλήσω τη δύναμη που χρειάζομαι για να αντιμετωπίσω τον Ορέστη ώστε να μην πληγωθώ ξανά αλλά όπως και να 'χει το πήρα πλέον απόφαση και δεν θα κάνω πίσω.

Θέλω όμως πρώτα να μιλήσω σε κάποιον που θα με ακούσει χωρίς όμως να με κρίνει και θα με βοηθήσει να βρω αυτό που ζητάω. Νομίζω πως ξέρω ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος. Βγάζω το τηλέφωνο μου από τη τσάντα μου και καλώ τον μοναδικό άνθρωπο που ξέρω πως θα με βοηθήσει και σε αυτό. "Παρακαλώ" απαντάει στο πέμπτο χτύπημα.
"Πάτερ καλημέρα. Η Μαρίλια είμαι." του λέω.
"Καλημέρα Μαρίλια. Πως είσαι κόρη μου; Ο γιος σου;" με ρωτάει.
"Και οι δύο καλά είμαστε. Πάτερ βρίσκεσαι στο ξωκκλήσι να έρθω;" τον ρωτάω και ελπίζω να είναι εκεί. "Όχι κόρη μου. Είμαι στο εκκλησάκι που χτίζουμε στο χωριό. Αν θέλεις μπορείς να έρθεις από εδώ γιατί δεν θα καταφέρω να πάω στο ξωκκλήσι σήμερα." μου λέει.

Δεν είναι κακή ιδέα να πάω στο εκκλησάκι. Αφού μου εξηγεί περίπου που είναι ξεκινάω για το χωριό, το οποίο δεν είναι άλλο από το χωριό του Ορέστη. Αυτό τώρα να το πάρω ως σημάδι; Ο δρόμος για το εκκλησάκι μου φαίνεται πολύ γνωστός αλλά μάλλον είναι γιατί έτυχε να περάσω ξανά από αυτούς τους δρόμους παλιότερα. Βρίσκω εύκολα το εκκλησάκι και αφού σταθμεύσω μπροστά από αυτό το αυτοκίνητο μου κατεβαίνω κάτω και βοηθώ και τον Ανδρέα. Πηγαίνω στο εκκλησάκι και ψάχνω τον πάτερ Ανδρέα αλλά δεν μπαίνω μέσα αφού γίνονται έργα.

Σ'αγαπώ. Ό,τι κι αν γίνει ψυχή μου. (TYS_GR)Where stories live. Discover now