Κεφάλαιο 33

5.3K 322 22
                                    

Ξυπνάω απότομα από τον συνεχόμενο και εκνευριστικό ήχο του κουδουνιού, το οποίο τόση ώρα αντηχεί σε όλο το σπίτι. Κοιτάζω το ρολόι και βλέπω πως είναι μολις οκτώ το πρωί. Κάτι θα έγινε για να χτυπάει το κουδούνι τόσο πρωί.
Φοράω βιαστικά τη ρόμπα μου και κατευθύνομαι στην πόρτα.

Ανοίγω την πόρτα και βλέπω μπροστά μου τον Αλέξη. Αμέσως πανικοβάλλομαι αφού σκέφτομαι ότι κάτι θα έγινε για να έρθει τέτοια ώρα ο Αλέξης εδώ.
"Τι έγινε; Έπαθε κάποιος κάτι;" τον ρωτάω χωρίς να παίρνω ανάσα. "Όχι, ηρέμησε." μου λέει και μπαίνει μέσα και πηγαίνει στην κουζίνα.
"Ε τότε τι κάνεις εδώ πρωινιάτικα; Σας έλειψε ο καφές;" τον ρωτάω αφού τον βλέπω να προσπαθεί να φτιάξει καφέ. "Όχι ήρθα να δω αν είσαι καλά." μου λέει.
"Καλά είμαι αλλά και πάλι δεν καταλαβαίνω. Χτυπούσες τόσο επίμονα το κουδούνι για να δεις αν ειμαι καλά; Γιατί δεν με πήρες τηλέφωνο να μάθεις; Από ότι είδα δεν έχω αναπάντητες κλήσεις." του λέω χωρίς να καταλαβαίνω τι συμβαίνει με τον αδερφό μου.

Γυρνάει προς το μέρος μου δίνοντας μου ένα φλιτζάνι καφέ αλλά δεν με βλέπει στα μάτια. "Αλέξη;" τον φωνάζω για να με κοιτάξει στα μάτια. Όταν ο Αλέξης δεν με κοιτάει στα μάτια σημαίνει ότι θέλει κάτι να κρύψει ή ότι νιώθει ενοχές για κάποιο λόγο. Είπε πως ηρθε να δει αν ειμαι καλά αλλά νιώθει ενοχές για κάτι. Σε έπιασα Αλέξη.
"Γιατί δεν με πήρες τηλέφωνο όταν το έμαθες;" τον ρωτάω αλλά παριστάνει τον ανήξερο. "Θες να πιστέψω ότι δεν σου είπε τίποτα ο θείος. Αλλά καλός είναι. Του είπα να μην πει τίποτα και ήρθε και σου το είπε." του λέω για να δω αν θα πιαστεί στην παγίδα μου. Δεν με πείραξε που του το είπε ο θείος γιατί ξέρω πως θέλει να έχω κάποιο δίπλα μου που να γνωρίζει τι έγινε.
"Μαρίλια δεν φταίει ο θείος. Τον πίεσα να μου πει γιατί κατάλαβα ότι κάτι έγινε χθες. Μου είπε να σε αφήσω λίγο μόνη να ηρεμήσεις και το έκανα αλλά σήμερα δεν άντεξα και για αυτό ήρθα να σε δω. Σου είπα αλήθεια όταν σου είπα πως ήρθα να δω αν είσαι καλά." μιλάει τόσο γρήγορα προσπαθώντας να δικαιολογηθεί αλλά εγώ γελάω γιατί όντως πιάστηκε στην παγίδα μου.
"Γιατί γελάς;" με ρωτάει.
"Γιατί είσαι χαζός. Πιστεύεις πως αλήθεια θύμωσα που σου μίλησε ο θείος;" τον ρωτάω γελώντας.
"Δεν θύμωσες, με δοκίμαζες πάλι." διαπιστώνει μόνος του και του γνέφω θετικά.

"Αλήθεια όμως καλά είμαι αλλά δεν θέλω να συζητήσω τίποτα τώρα. Δεν περίμενα αυτή τη 'συγγένεια' του Ορέστη με τον θείο αλλά και πάλι πλέον δεν είναι αυτό που έχει τώρα πια σημασία. Αλέξη πρέπει να μιλήσω στον Ορέστη αλλά..."
"Τι αλλά ρε Μαρίλια; Όλο αυτό λες αλλά δεν σε βλέπω να το κάνεις. Τι περιμένεις μου λες; Περιμένεις πότε θα 'ρθει να σας βρει; Γιατί αν αυτό συμβαίνει τότε σου λέω πως μάλλον δεν πρόκειται να το κάνει. Που είναι Μαρίλια, τον είδες πουθενά αλλού εκτός από εκείνο το βράδυ; Μπορεί να σου φαίνομαι σκληρός αλλά αυτή είναι η αλήθεια και εσύ το ξέρεις καλύτερα από όλους, κι ας μην το παραδέχεσαι." μου λέει με την ένταση της φωνής του ορισμένες φορές να αυξάνεται.

Σ'αγαπώ. Ό,τι κι αν γίνει ψυχή μου. (TYS_GR)Where stories live. Discover now