κεφάλαιο 1

7K 327 30
                                    

Αμερική πριν το τέλος.(8 χρονια πριν)

"Ροζαλία σήκω,δεν προλαβαίνουμε,πρέπει να φύγουμε."
Οι φωνές της σαν χάος μέσα στα σκοτεινά με έκαναν να τιναχτώ από τον ανήσυχο ύπνο μου.

"Τι έγινε Ξανθίππη;Μας βρήκε;" Τη ρώτησα γεμάτη αγωνία, καθώς έτσι ήταν η καθημερινότητα μου τον τελευταίο καιρό.

"Γρήγορα,ντύσου και πάρε τις βαλίτσες σου γιατί σε λιγότερο από μισή ώρα θα είναι εδώ... Ο Μάνθος..."
Είπε κατεβάζοντας το κεφάλι της.

"Το ήξερα πως δεν έπρεπε να τον εμπιστευτώ, γαμώτο Ξανθίππη,σκατά τα έκανε ο γιός σου." Της φώναξα και αφού σηκώθηκα σαν σίφουνας,φόρεσα γρήγορα το σκισμένο μου τζίν και από πάνω μια μπλούζα.
Έβαλα το καπέλο μου και κατέβασα το γείσο του χαμηλά,ενώ πέταξα δύο ρούχα στο σακίδιο πλάτης μου.

"Συγχώρεσε τον Ροζαλία,από την αγάπη του για εσένα το έκανε. Είναι πολύ χάλια,τον έστειλαν στο νοσοκομείο από το ξύλο."
Μου είπε και τα μηνίγγια μου άρχισαν να βαρούν από τον θυμό.

"Τι να συγχωρήσω Ξανθίππη,εσείς να με συγχωρήσετε,μόνο μπελάδες σας έφερα,σου υπόσχομαι πως απόψε κιόλας θα φύγω από τη χώρα και μόλις βολευτώ θα σας πάρω μαζί μου." Της είπα και στάθηκα στη πόρτα.

Εκείνη ήταν βουρκωμένη,λες και θα ήταν η τελευταία μας φορά σε αυτή τη γη,τότε ήταν που πείσμωσα περισσότερο. Όσο και να τον αγαπούσα,όσο και να πονούσα μακριά του,θα έπαιρνα εκδίκηση...
Όταν γυρνούσα και πάλι πίσω,δεν θα ήξερε πού να κρυφτεί.

"Στο καλό παιδί μου, φύλαγε τον εαυτό σου,για εμάς μη σκεφτείς,δεν πρόκειται να μας πειράξει... Ροζαλία,πάρε αυτό..." Μου είπε και έβαλε στη χούφτα μου ένα ξύλινο ροζάριο.
"Να το έχεις πάντα πάνω σου..." Συνέχισε και τα δάκρυα της καταρράκτες με τσάκιζαν.

"Στο υπόσχομαι Ξανθιππουλα μου,στο υπόσχομαι..." Της απάντησα και αφού τη φίλησα με όλη μου την καρδιά και την αγάπη στο μέτωπο χάθηκα μέσα στη νύχτα και μπήκα μέσα στο σαραβαλο αυτοκίνητο μου.

Έβαλα μπροστά και παρατήρησα αυτοκίνητα να έρχονται με ταχύτητα στο βάθος του δρόμου,από τον καθρέφτη.
Γκάζωσα και έφυγα χωρίς να σκεφτώ τίποτα.
Εκείνο το βράδυ ήταν για εμένα η αρχή της δεύτερης ζωής μου.

Γιατί η πρώτη ήταν βουτηγμένη μέσα σε έναν υπόκοσμο, γεμάτο ναρκωτικά, πορνεία, γκάνγκστερ και πυροβολισμούς.
Όπου και να γυρνούσα το βλέμμα μου,υπήρχε θάνατος,μύριζες τον θάνατο...

Όμως σαν εμένα δεν πέθαινε κανένας...
Δάμος Σαράντης.
Ο θάνατος μου, μέσα σε δύο λέξεις,ένα τόσο δα όνομα.
Ένα στοίχημα και μια ανοησία εφηβική,έγιναν η αιτία να τον γνωρίσω,όμως εκείνος,έγινε η αιτία να καταστραφω.

Γύριζα μέσα στη Νέα Υόρκη για δύο ώρες μέχρι να είμαι απόλυτα σίγουρη πως ξέφυγα από όλους.
Έφυγα σφαίρα για το αεροδρόμιο και μόλις έφτασα ξεφορτώθηκα το κινητό μου σε ένα κάδο,μαζί με διαφορά άλλα πράγματα,κρατώντας μόνο μια μικρή φωτογραφία του,για να μην ξεχάσω ποτέ τι όψη έχει το κακό.
Έκλεισα εισιτήριο και πήρα τη πρώτη πτήση για Ελλάδα.
Ήταν το μόνο εισιτήριο που μπορούσα να αγοράσω,με τα λίγα χρήματα που είχα στη τσέπη για να φύγω.
Και αυτά τα μάζεψα με κόπο και φυσικά τα μισά τα τσόνταρε η Ξανθίππη.

Εγώ,μια Ροζαλία Ανδριώτης,είχα καταλήξει σαν κυνηγημένη πόρνη,για έναν άντρα.
Τον αρχηγό των πιο στυγνών γκάνγκστερ της Αμερικής.
Παγερό βλέμμα,δύο γκρι μάτια λες και φτιάχτηκαν από πάγο και ασήμι,σε συνδιασμό με τα πυκνά μαύρα μαλλιά και ματόκλαδα,σε έκαναν να τον κοιτάς και να παραλύεις.
Λευκός και αγέρωχος μέσα στα σκούρα πάντα ρούχα του,μόλις τον αντικρυζες ένιωθες φόβο.
Εγώ όμως ένιωσα ανάγκη, την ανάγκη να τον δαμάσω και να τον κάνω να νιώσει αγάπη...

Χαζό κορίτσι,δεν ήξερα που εμπλεκα,ούτε που θα κατέληγα εκείνο το βράδυ που τον συνάντησα τυχαία και έμπλεξα τη μοίρα μου με τη δική του.

Κάθησα στη θέση μου και αφού απογειώθηκε το αεροπλάνο,σηκώθηκα και πήγα στη τουαλέτα κοιτώντας προσεκτικά τον κόσμο τριγύρω μου.
Λίγες ώρες με χώριζαν από την ελευθερία μου και τα πάθη ολων αυτών των χρόνων.
Ήμουν δεκαπέντε,όταν με απήγαγε και με έκανε μέλος της ομάδας τους,ένα μικρό παιδί που έγινε είκοσι χρονών και δραπέτευσε από τον άντρα που αγαπούσε αλλά και ταυτόχρονα δυνάστη της.

Μπήκα στη τουαλέτα και σήκωσα τη μπλούζα μου. Το τατουάζ στα πλευρά μου έπρεπε να το ξεφορτωθώ.
"Σκοτεινοί Άγγελοι",έγραφε με καλλιγραφικά μαύρα γράμματα κοσμώντας τη λευκή μου σάρκα.
"Μόλις ξεφορτωθώ και αυτό,θα σε βγάλω και από μέσα μου Δάμο."
Είπα στον εαυτό μου,ενώ έβλεπα την ιδέα που είχε μείνει απο εμένα στον καθρέφτη.
"Σε σιχαίνομαι..." Έλεγα και ξανά έλεγα στον εαυτό μου, σφίγγοντας το ροζάριο στη χούφτα μου.

Θα πληρώσεις ακριβά...

Σκοτεινός ΆγγελοςΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα