κεφάλαιο 9

2.2K 255 16
                                    

Το ταβάνι δεν κουνιέται,μα ώρες ώρες μπορεί να σε πλακώσει.
Νιώθεις πως ξαπλώνεις στο κρεβάτι και έχει φτάσει ακριβώς πάνω από τη μύτη σου και σε πνίγει.

Θέλεις να του δώσεις μια με το χέρι σου και να σπάσει σε κομμάτια,μα φαντάζεις μικρός για ένα τέτοιο κατόρθωμα.
Νιώθεις πως αν υψώσεις το ανάστημα σου,θα πέσεις στη τρύπα που βρίσκεται δίπλα σου και σε περιμένει...

Μετράς ώρες, λεπτά, δευτερόλεπτα και ξεχνάς πως πρέπει να ζήσεις...
Να ζήσεις...
Να αγωνιστείς...
Να επιβιώσεις...
Πρέπει...
Όχι με πρέπει...
Μα πρέπει...
Βάλε μπροστά το θέλω...

Άνοιξα τα βλέφαρα μου και σήκωσα το χέρι μου με δύναμη να αγγίξω το ταβάνι.
Το μισούσα που δεν μου απαντούσε.
Το μισούσα που μου ρουφούσε τις σκέψεις και δεν έδινε απάντηση.
Τον μισούσα που με έκανε να σιχαθώ τον ίδιο μου τον εαυτό...

Ο δρόμος που πήρα από εκείνο το βράδυ και έπειτα,δεν είχε γυρισμό...
Το εισιτήριο της επιστροφής είχε χαθεί από καιρό...

Κάθησα στο κρεββάτι και κοίταξα γύρω μου,άφησα τη κλωστή που κρεμόταν και με έδενε με τη προηγούμενη ζωή μου να κοπεί.
Μέρες τώρα πάλευα να βρω τη λύση να τη κάνω και πάλι σχοινί και να πιαστώ γερά,μα το νήμα για εμένα είχε τελειώσει...

Είχε περάσει ένας μήνας και εγώ γυρνούσα σε ένα δωμάτιο σαν φάντασμα, προσπαθώντας να μην τρελαθώ...
Τι να είναι άραγε η τρέλα; Ποιος ορίζει ποιος είναι ο τρελός και ποιος ο λογικός;

Ποιος έχτισε τον κόσμο σε ένα πρέπει και το κλείδωσε σε ένα κουτί πετώντας το στη θάλασσα;
Και μοιάζει τόσο ακατόρθωτο να κολυμπήσεις στα βαθιά και να πνιγείς στη θέληση σου να μην τους μοιάζεις αλλόκοτος!

Φόρεσα τη ζακέτα μου να σκεπάσω το παγωμένο μου κορμί...
Άνοιξα τη πόρτα και άρχισα να περιφέρομαι μέσα στο σπίτι σαν φάντασμα για άλλη μια φορά.
Η ώρα ήταν περασμένη και δεν υπήρχε γύρω μου ψυχή...
Όλοι θα είχαν φύγει για το κλάμπ...
Σκέφτηκα καθώς πέρασε εικόνα από το μυαλό μου να είναι σε ένα σκοτεινό σοκάκι και να σκορπούν το θάνατο...

Ένα λοξό χαμόγελο σχιματιστηκε στα χείλη μου με τη σκέψη μου αυτή και ακούμπησα το χέρι μου στο κάγκελο,ενώ βρισκόμουν στη κορυφή της σκάλας.
Το κρύο σίδερο αγκάλιασε τη παλάμη μου και εγώ το χάιδευα απαλά όσο κατέβαινα αργά ένα ένα τα σκαλιά για να βρεθώ στην έρημη και σκοτεινή σάλα.

Τα μάτια μου έμοιαζαν βαριά όσο κοιτούσα τριγύρω μου και ένα απαλό φως από τη σκάλα που οδηγούσε στο κάτω όροφο μου τράβηξε το βλέμμα.
Κατέβαινα τα σκαλιά αχόρταγα για να φτάσω εκεί που με οδηγούσε το φως κι όσο κατέβαινα τόσο αδημονούσα να το φτάσω.

Σκοτεινός ΆγγελοςDonde viven las historias. Descúbrelo ahora