Κεφάλαιο 46

1.4K 165 20
                                    

   Δεν ξέρω για πόσες ώρες κοιμήθηκα. Πάντως πρέπει να ήμουν πολύ κουρασμένη, γιατί όταν ξύπνησα, ο ήλιος κόντευε να δύσει. Ο Στέφεν, καθόταν σε μια καρέκλα και μισοκοιμόταν. Μόλις συνειδητοποίησε πως είχα ανοίξει τα μάτια μου, πετάχτηκε ως επάνω. Πήρε τα χέρια μου και τα έκρυψε μέσα στα δικά του.

-Κοιμήθηκες καλά;

Έγνεψα καταφατικά. Δεν είχα και πολύ όρεξη να μιλήσω, μετά απ'ότι μου συνέβη.

-Θα ήθελες.... Να πάμε με τον παππού σου και την γιαγιά σου στην θάλασσα;

Χαμογέλασα και ψιθύρισα ναι.

-Ωραία... Εγώ... Πάω να ετοιμαστώ... 

   Μόλις έφυγε, άνοιξα την ντουλάπα. Φόρεσα το ροζ μπικίνι μου, που είχε κάτι χρυσά σχέδια. Από πάνω έβαλα ένα τζιν σορτσάκι και ένα ροζ τοπάκι, το οποίο άφηνε ακάλυπτους τους ώμους και την κοιλιά μου. Έβαλα και  τις ροζ σαγιονάρες μου, στις οποίες είχα κάνει παρόμοια χρυσά σχέδια με αυτά που είχα στο μπικίνι. Έδεσα τα μαλλιά μου κοτσίδα με ένα ροζ πουά φιογκάκι.

   Πήγα έξω από το δωμάτιο των φιλοξενούμενων. Χτύπησα την πόρτα. Ο Στέφεν μου είπε να περάσω. Την άνοιξα και μπήκα μέσα. 

-Ωωωω, έκανε, μόλις με είδε. 

Σηκώθηκε από το κρεβάτι του, στο οποίο καθόταν, ήρθε κοντά μου και με χούφτωσε.

-Έι! Τι κάνεις;

-Λυπάμαι Τζόουνς, αλλά είναι πειρασμός....

-Πάμε κάτω;

-Ναι... Θα περάσουμε φανταστικά! Η γιαγιά σου είπε πως θ' ανάψουμε και φωτιά και θα ψήσουμε! Θα το κάψουμε απόψε!

   Βρήκαμε κάτω τον παππού και την γιαγιά. Χαμογέλασαν, βλέποντάς με σε καλύτερη κατάσταση απ'ότι πριν. Παρατήρησαν πως με τον Στέφεν ήμασταν πιασμένοι χεράκι. Δεν είπαν τίποτα. Πήγαμε με τα πόδια σε μια απόμερη παραλία. Ήταν η αγαπημένη μου. Εδώ δεν είχε καθόλου κόσμο. Το νερό ήταν ελαφρώς πιο βαθύ απ' ότι στην κεντρική παραλία, όπου πήγαιναν οι περισσότεροι. Ποτέ δεν κατάλαβα τον λόγο που δεν ερχόταν εδώ κανένας. Ήταν τόσο όμορφο μέρος... Βράχια μέσα στις θάλασσες, ένα βουνό να φαίνεται απέναντι στο βάθος, από πίσω το δάσος.... 

   Ανεβήκαμε πάνω σ' ένα βραχάκι που είχε στην αμμουδιά. Από εκεί παρατηρήσαμε το υπέροχο ηλιοβασίλεμα. Ο ουρανός γέμισε από χιλιάδες αποχρώσεις του πορτοκαλί, του μοβ και του ροζ. Ο Στέφεν απλά δεν μπορούσε να το πιστέψει πως υπήρχε μέρος με τόσους ωραίους χρωματισμούς στον ουρανό. Αφού ο ήλιος βυθίστηκε μέσα στη θάλασσα, έβγαλα το τοπάκι μου και το σορτσάκι μου. Πέταξα τις σαγιονάρες κάτω και ανέβηκα σε έναν άλλον βράχο, που άγγιζε τα πεντακάθαρα νερά της θάλασσας.

Κάτω από την πανσέληνοOù les histoires vivent. Découvrez maintenant