Κεφάλαιο 50

1.4K 167 65
                                    

   Νέα Υόρκη... Μια πόλη εντελώς διαφορετική από το νησάκι μου, μα που πλέον είχε γίνει δεύτερο σπίτι μου. Να μαι λοιπόν πάλι εδώ, με τη βαλίτσα στο χέρι.Όπως πριν από κάτι μήνες... Πώς περνά έτσι ο καιρός;

   Δεν ήθελα να μείνω σπίτι. Δεν είχα όρεξη να βλέπω την φάτσα του μπαμπά, μετά από την στάση του προς εμένα. Να θέλει να σκοτώσει, την ίδια του την κόρη! Δηλαδή... Δεν με αγαπούσε στ'αλήθεια; Με ήθελε μόνο... Ως εξολοθρεύτρια; Για να τον βοηθάω;

   Είχα συζητήσει με την μαμά. Θα έμενα στο σχολείο. Ήταν ανοιχτό όλον τον χρόνο. Πάντοτε βρισκόταν κάποιος υπεύθυνος εκεί. Ο Στέφεν μάλλον θα έμενε στο σπίτι του, το ίδιο και τα παιδιά... Ή μήπως... Έκανα κάποιο λάθος; Άνοιξα την σιδερένια πόρτα του προαύλιου. Ποτέ δεν θυμόμουν το σχολείο τόσο ήσυχο. Ήταν ιδιαίτερα ανατριχιαστικό. Ενώ τα συλλογιζόμουν αυτά ξαφνικά άκουσα φωνές:

-Καλωσήρθες πίσω, Αμάντα!!!

Θεέ μου! Ο Μάικ, ο Άντριου, η Ελβίνα, η Κρίστι, η Λίλα, ο Στέφεν και η διευθύντρια στέκονταν μπροστά μου, κρατώντας μικρά πανό κι έχοντας ντουντούκες στο στόμα. Έμεινα άφωνη. Έτρεξαν προς το μέρος μου και με αγκάλιασαν. Με τράβηξαν έπειτα προς το δωμάτιο που έμενα με την Ελβίνα. Καθίσαμε στο σαλόνι. Έδωσα σε όλους τ'αναμνηστικά που τους είχα πάρει από την Πάρο. Πήρα και για την διευθύντρια , για την μαμά του Μάικ, καθώς και για τον Τρέβορ... Το δώρο της βασίλισσας θα της το έδινε ο Μάικ, ενώ του Τρέβορ προσωπικά εγώ. Είχα πάρει και στην μαμά, η οποία θα ερχόταν  από το σχολείο. Στον μπαμπά... Εννοείται πως όχι. Για μένα πλέον δεν ήταν μπαμπάς μου.

   Άραγε ο κρυφός μου θαυμαστής να εξακολουθούσε να μου γράφει γράμματα; Έπρεπε να πάω να τσεκάρω.Πήρα την Ελβίνα μαζί μου, μόλις έφυγαν οι υπόλοιποι. Στριφογυρνούσα ενθουσιασμένη στον άδειο διάδρομο. Παραλίγο να πέσω πάνω στο ντουλαπάκι μου. Το άνοιξα. Μαντέψτε... Γράμμα! Κι από δίπλα... Ένα στεφάνι από αληθινά μαγικά τριαντάφυλλα, τ'οποίο συνοδευόταν από ένα κολιέ και δύο βραχιόλια, φτιαγμένα από το ίδιο, μαγικό φυτό. Το γράμμα μπροστά είχε μια λαμπερή, παράξενη κάπως στην υφή στάμπα τριαντάφυλλου. Γιατί παράξενη στην υφή; Διότι αισθανόσουν πως άγγιζες κάτι αληθινό, την στιγμή που επρόκειτο απλώς για ένα σχέδιο.

-Άνοιξε το γράμμα γρήγορα, μου είπε η Ελβίνα ενθουσιασμένη.

-Ξέρεις κάτι που δεν ξέρω; 

-Εμ... Όχι;

   Γεμάτη αγωνία το άνοιξα κι άρχισα να το διαβάζω:

Κάτω από την πανσέληνοWhere stories live. Discover now