Κεφάλαιο 14

3.5K 237 15
                                    

Η Χαρούλα,  η μάνα του Δημήτρη , κάθονταν παγωμένη την επόμενη μέρα στο πρωινό. Όλοι ήταν παρόντες εκτός από τον Δημήτρη που αξημέρωτα είχε φύγει για το εργοστάσιο.

<< Δεν μπορώ να το χωνέψω αυτό που έμαθα !  Δεν μπορώ !>> αναφώνησε κάποια στιγμή στο τραπέζι τραβώντας όλα τα βλέμματα επάνω της .

<< Εγώ να μην έχω ούτε ένα εγγόνι ,με τους δύο γιους μου θαμμένους χρόνια τώρα και ο Μάνθος να βλέπει δισέγγονο ! Και να μην μιλήσω για τον καταραμένο τον Πάνο, που ήδη έχει εγγόνι από την κόρη του !>>

Κανείς δεν βρήκε τι να απαντήσει σε αυτό το λογύδριο της Χαρούλας .

<<Και εσείς ; Κανείς δεν σκέφτηκε να μου πει ότι η κόρη του δολοφόνου έχει παιδί ;>>

<<Γιατί μάνα και να στο λέγαμε τι θα έκανες ;Άλλαζε κάτι ; >> απάντησε σιγανά ο Μανούσος 

<< Γιέ μου εγώ θα το ήξερα και θα είχα προλάβει ... >> 

Η Χαρούλα δεν απόσωσε να τελειώσει την κουβέντα της .

Ο Μανούσος πια πετάχτηκε επάνω .<< Θα είχες προλάβει τι μάνα ; Να τραυματίσεις τον Γιώργη ; Να τον σκοτώσεις ακόμη ;>>

Η Αγάπη τινάχτηκε πια και πιάνοντας το μπράτσο του αδελφού της είπε :<< Μανούσο , τώρα τα παραλές ! Η μάνα ποτέ δεν θα έκανε κάτι τέτοιο ! Πως το σκέφτηκες καν αυτό ; >>

Ο Μανούσος τράβηξε το χέρι του και σηκώθηκε να φύγει , μα πριν απομακρυνθεί τελείως γύρισε και είπε : << Μα δεν καταλαβαίνεις Αγάπη ; Αυτό ακριβώς κάνει το μίσος ! Αμφιβάλλουμε ακόμη και για τους ίδιους μας τους εαυτούς .>>

Ο Ανέστης ,ο πατέρας του Μανούσου , που ήταν σιωπηλός όλη αυτή την ώρα απευθύνθηκε με αποφασιστικότητα στην γυναίκα του :<< Χαρούλα ! Δεν έχασες μόνο εσύ παιδιά . Και εγώ έχασα τους γιους μας ,μα τέτοιες κουβέντες μην ξανακούσω ! Το σόι μας είναι αντρίκειο ! Γυναίκες και παιδιά ποτέ δεν πειράξαμε και έτσι θα μείνει !>>.


Στο σπίτι των Παυλόπουλων , η θεία Ρηνιώ συζητούσε με την Άντα , που σχολώντας αρκετά νωρίτερα από την δουλειά της είχε πάει για να επισκεφτεί το πατρικό της . Ο παππούς της , οι θείοι της και ο Άρης έλειπαν από το πρωί στα αμπέλια και οι δύο γυναίκες βρήκαν χρόνο για να τα πουν οι δυό τους .

<< Και για πότε με το καλό κορίτσι μου ο γάμος ;>> ρωτούσε τώρα η Ρηνιώ.

Η Άντα ξεφύσηξε  και άφησε κάτω την κούπα με τον καφέ :<< Δεν ξέρω ακόμη θεία . Το σκεφτόμαστε .>>

Η Ρηνιώ την κοίταξε προβληματισμένη :<< Τι σκέφτεσαι κορίτσι μου ; Μήπως ο Μιχάλης δεν θέλει ; Εγώ τον είδα για πολύ καλό άνθρωπο αλλά μήπως δεν θέλει γάμο ;>>

Η Άντα άφησε να της ξεφύγει ένα μικρό χαμόγελο :<< Καμία σχέση θεία . Ο Μιχάλης είναι γεννημένος οικογενειάρχης ! Αν ήταν στο χέρι του θα είχαμε παντρευτεί πριν την γέννηση του παιδιού .>>

<<Τότε τι είναι κορίτσι μου ; Εσύ δεν θες ;>>

<< Εγώ ακόμη το σκέφτομαι ...>> απάντησε η κοπέλα 

<< Τι σκέφτεσαι ; Δεν τον αγαπάς ; >>

<<Ίσα ίσα . Τον λατρεύω . Και για αυτό σκέφτομαι μήπως τον καταδικάζω ! Μήπως δεν κάνει να παντρευτούμε ή αν πρέπει να γυρίσουμε πίσω ή τουλάχιστον να γυρίσει εκείνος με το παιδί , αν τα πράγματα αγριέψουν κάποτε .>>

Η Ρηνιώ την κοιτούσε μελαγχολική :<< Ότι και να γίνει κορίτσι μου ,να είσαι με αυτό που αγαπάς αλλιώς βάφτισε την ζωή σου  θάνατο και παράτησε την ...>>.

Η κοπέλα αρχικά φάνηκε να διστάζει , μετά όμως , της έπιασε δακρυσμένη το χέρι .<< Εσύ θεία πως μπόρεσες τόσα χρόνια  χωρίς αυτόν που αγαπάς ; Πως έζησες ; >>

Τα χέρια της Ρηνιώς άρχισαν να τρέμουν :<< Είχα εσάς να νοιάζομαι . Και έπειτα ήταν καλός άνθρωπος ο Δημήτρης μου . Ελπίζω στην ιδέα πως θα τον συναντήσω αργότερα εκεί Πάνω . Δεν τα έφερε η ζωή όπως τα θέλαμε ...>> είπε και ένα μικρό δάκρυ της ξέφυγε πριν προλάβει να το σκουπίσει.

<<  Θεία, αν τότε σου επέτρεπαν να τον παντρευτείς , θα το έκανες ; Θα εγκατέλειπες την οικογένεια σου ; Θα το άντεχες ;>>

<< Το ότι θα ήμουν μαζί του ήταν σίγουρο, το αν θα άντεχα πλήρως  μακριά σας είναι κάτι που δεν θα μάθει κανείς μας ποτέ ...>> απάντησε και οι δύο γυναίκες έμειναν  να κοιτούν την αυλή του σπιτιού και τον δρόμο προς το χωριό, χαμένες στις σκέψεις τους.



Η αγαπη ηρθε απο μακριαWhere stories live. Discover now