Κεφάλαιο 39

3.8K 237 25
                                    

Στέκονταν ο ένας απέναντι στον άλλο. Αμίλητοι.Ο Πάνος άνοιξε δύο φορές το στόμα του σαν να επρόκειτο να μιλήσει,μα το έκλεισε πάλι,μπροστά στο εχθρικό βλέμμα του παιδιού του.

Η Άντα τον κοίταζε εξεταστικά από πάνω ως κάτω.Δεν ήξερε τι να αισθανθεί.Είχε να τον δει και τόσα χρόνια,που ήταν σαν να πάγωσαν τα αισθήματα της.

Η κορμοστασιά του, της φάνηκε ίδια.Ο ίδιος ψηλός, γοητευτικός άνδρας που ήταν πάντοτε,μόνο τώρα λίγο καμπουριασμένος.Πάντα καμάρωνε μπροστά στις συμμαθήτριες της για εκείνον.Τον πιο όμορφο πατέρα είχε, και τώρα τον πιο μισητό.

Κάγχασε με ειρωνεία.<<Γι΄αυτό ο καλός μου αδελφούλης φαγώθηκε να έρθω ,μες στη μαύρη νύχτα!>>

Ο πατέρας της,βιάστηκε να υπερασπιστεί τον γιο του.<<Μην τα βάζεις μαζί του,εγώ ήθελα να σε ανταμώσω...>>

<<Εγώ όμως δεν ήθελα!>>του το ξέκοψε απότομα,κάνοντας τον να κατεβάσει το κεφάλι.

Η κόρη του έμεινε να τον κοιτάζει με μια σκληρή έκφραση.<<Αφού,όμως,με φέρατε ως εδώ,ας μάθω τι ήθελες να μου πεις...>>συνέχισε στον ίδιο τόνο.

Ο Πάνος την κοίταξε επιτέλους στα μάτια.Αυτό ήταν το παιδί του,η κόρη του...Πόσο είχε αλλάξει και πόσο θα ήθελε ο ίδιος να ήταν δίπλα της όσο μεγάλωνε...Να της κρατά το χέρι,να την στηρίζει, να την ενθαρρύνει.Είχαν μείνει ορφανά νωρίς από μητέρα,όμως γρήγορα έχασαν και τον πατέρα τους.

<<Ήθελα να σου πω ένα συγγνώμη...>>ψέλλισε σχεδόν ντροπιασμένα.

Η Άντα γέλασε ανόρεχτα.<<Λίγο αργά δεν είναι;>>έκανε μια παύση.<<Και για ποιό απ΄όλα;Γιατί μαζεύτηκαν πολλά, πατέρα!>>συμπλήρωσε.

<<Για όλα!>>απάντησε μοναχά εκείνος περίλυπα.

<<Ποιά όλα;Για το ότι ξενιτεύτηκα χωρίς να φταίω;Με στείλατε μετανάστρια τόσα χρόνια μακρά απ΄το τόπο μου και μόνο γεμίζατε με λεφτά τον τραπεζικό μου λογαριασμό!Λες και αυτό ήταν το μόνο πρόβλημα! Ενώ εσύ κρυβόσουν σαν κανένας εγκληματίας!Γίναμε τα παιδιά του δολοφόνου! Του χήρου,που τα΄μπλεξε με την γυναίκα του εχθρού του!Και τον σκότωσε κι από πάνω!>>.

Μιλούσε ακατάπαυστα με ανεβασμένη την φωνή,βγάζοντας από μέσα της όσα φυλούσε τόσα χρόνια.Όσα την έπνιγαν.Την πίκραιναν και την εξόργιζαν ταυτόχρονα.

Ο πατέρας της στέκονταν αμίλητος αφήνοντας την να ξεσπάσει.Και τι να έλεγε άλλωστε; Όλα αλήθεια ήταν!Ντρέπονταν,ντρέπονταν πολύ!Μα την αγάπησε την Ελένη,δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς...

Η αγαπη ηρθε απο μακριαWhere stories live. Discover now