Κεφάλαιο 22

3.5K 233 6
                                    


Τα γαλάζια μάτια του Γιώργη ήταν ιδιαίτερα προσηλωμένα στο στόχο τους .Αφού το παιδί φάνηκε να επικεντρώνεται για ώρα  ,ευθυγραμμίζοντας το όπλο , πάτησε τη σκανδάλη .

 Ο παππούς Μάνθος κορδώθηκε δίπλα του,αγγίζοντας τον μικρό του ώμο.

<<Το σημάδι μας πήρες μικρέ ! Άμα ρίχνεις από τώρα έτσι , σε λίγα χρόνια θα είσαι απ΄το πιο ικανούς του τόπου μας !>>

Ο Γιώργης, με χαρά, κοιτούσε τα μπουκάλια απέναντι ,τοποθετημένα ως στόχους , που βρίσκονταν όλα στο πάτωμα , σπασμένα .

Η πρώτη φορά ήταν που έπιανε στα χέρια του όπλο και ήδη ήταν ενθουσιασμένο με αυτό.

<<Παππού , να έρθουμε κι αύριο ; >> ρωτούσε τώρα με ανυπομονησία τον Μάνθο.

<<Εγώ να σε φέρω αγόρι μου . Την μάνα σου όμως , ποιος την ακούει; Αύριο είναι Δευτέρα , έχεις σχολειό , μαθήματα...>>

<<Όταν τελειώσω βρε παππού ! Θα τα διαβάσω και θα έρθω να συνεχίσουμε .>>

Η Άντα με τον Μιχάλη είχαν βγει  ,εδώ και καμία ώρα ,για καφέ , με ένα ζευγάρι ακόμη ,συναδέλφους από το νοσοκομείο . Μιάς και ο γιος τους δεν ήθελε να πάει,αποφάσισαν να τον φέρουν στο χωριό, στον Μάνθο και την Ειρήνη και να περάσουν αργότερα να το πάρουν.

Μισή ώρα αργότερα , μαζεμένοι στο σπίτι , συζητούσαν τα κατορθώματα του μικρού με την Ρηνιώ να τον σφίγγει συνεχώς στην αγκαλιά της .

Πόσο όμορφο και ευχάριστο είναι τούτο το παιδί ; σκέφτονταν η ηλικιωμένη γυναίκα και ευχαριστούσε τον Θεό που την αξίωσε να το γνωρίζει. Γιατί αν μια φορά , αγαπούσε την Άντα , τον Γιώργη τον λάτρευε !

<<Και η μαμά σου είναι πολύ καλή στα όπλα !>> είπε κάποια στιγμή η Ρηνιώ .

Ο Γιώργης την κοίταξε παραξενεμένος : <<Αλήθεια γιαγιά ; Ποτέ δεν μου το είπε .>>

Η Ρηνιώ κούνησε χαμογελώντας το κεφάλι . <<Βεβαίως , είχε και δικό της σουγιά ! >>

<<Μπορώ να το δώ ;>> είπε ο μικρός με θαυμασμό.

Η Ρηνιώ σηκώθηκε στα πόδια της <<Θα στο φέρω .>>

Δεν ήταν σίγουρη που το αποθήκευε η γυναίκα στην εφηβεία της . Αν θυμόταν καλά , θα βρισκόταν ή στο γραφείο της ή στη βιβλιοθήκη.

Αφού έψαξε και τους δύο χώρους , χωρίς αποτέλεσμα , έσπαγε το κεφάλι της για το που μπορεί να βρίσκονταν . Δεν ήθελε να απογοητεύσει τον Γιώργη,ούτε να τον στεναχωρήσει.

Η Ρηνιώ τινάχτηκε απότομα. Σε ένα μόνο μέρος μπορεί να βρισκόταν . 

Έσκυψε κάτω απ΄το κρεβάτι της και εκεί που τελείωνε το στρώμα , άπλωσε το χέρι και τράβηξε ένα μικρό κουτάκι .

Χαμογέλασε αντικρίζοντας το. Δώδεκα χρόνια είχε να ανοιχτεί. Ήταν το κουτάκι της Άντας . Εκεί φυλούσε τους πολύτιμους θησαυρούς της .

Τα αγαπημένα της κοχύλια, τα αγαπημένα δώρα των γενεθλίων της , λίγες σοκολάτες υγείας ,για να μην τις τρώει όλες ο Άρης ,που είχαν πια λιώσει με τα χρόνια και κάποια εφηβικά ραβασάκια με τις συμμαθήτριες της ,για να σκέφτεται αργότερα και να αναπολεί.

Αφού η Ρηνιώ , τα ανακάτεψε λιγάκι , ξεπρόβαλλε κάτω από αυτά και ο μικρός σουγιάς. Ήταν έτοιμη να κλείσει το κουτί , όταν την προσοχή της τράβηξε ένα ασημένιο αντικείμενο.

Ένα μικρό κλειδί. Το κοίταζε απορώντας .

Αυτό δεν ήταν δικό τους . 

<<Έλα Χριστέ και Παναγιά !>> αναφώνησε 

Τι να άνοιγε ; Ή μάλλον ποια πόρτα ; 

Απάντηση δεν έβρισκε . Το τοποθέτησε , λοιπόν , πάλι στην θέση του και επέστρεψε κάτω , πριν ανέβει κάποιος για να την ψάξει.

Όταν θα είχε τον χρόνο,θα την ρωτούσε.

Η αγαπη ηρθε απο μακριαWhere stories live. Discover now