Κεφάλαιο 16

3.3K 253 11
                                    

Ένας μήνας είχε περάσει από την μόνιμη εγκατάσταση της Άντας στην Κρήτη και η οικογένεια έδειχνε να έχει βρει τις ισορροπίες της . Οι συγγενείς της είχαν πια συνηθίσει και αγαπήσει την παρουσία του Γιώργη ενώ και ο Μιχάλης με τον καλοσυνάτο χαρακτήρα του , είχε καταφέρει να τους πείσει για την αγάπη του για την κοπέλα . Μάλιστα ποιος να το περίμενε πως θα τα  έβρισκε και με τον Άρη, που αντιμετώπιζε πια τον αρραβωνιαστικό της αδερφής του ως μέλος της οικογένειας .

Η Άντα απολάμβανε τώρα τον καφέ στο σπίτι της Φρίντας , που ήθελε να αναπληρώσει όλα τα χρόνια που έχασαν.

<< Άφησε τον σε εμένα τον Γιώργη για τον μήνα του μέλιτος ! Ξέρεις τι όμορφα θα περάσουμε;>> την ρωτούσε η Φρίντα με ενθουσιασμό

<<Βρε Φρίντα μου ακόμη δεν αποφασίσαμε ούτε την ημερομηνία του γάμου , πόσο μάλλον το ταξίδι του μέλιτος ...>> απάντησε η Άντα γελώντας 

<<Εντάξει , εντάξει αλλά όταν φτάσει η ώρα ,το παιδί θα μείνει σε 'μένα.>>

Η κοπέλα δεν ήξερε πως να απαντήσει χωρίς να την πληγώσει και πήρε μια βαθιά ανάσα , πιάνοντας της στοργικά το χέρι :<< Μην με παρεξηγείς , όμως, και να αποφασίσουμε να πάμε με τον Μιχάλη κάπου για λίγες μέρες , το παιδί θα το πάρουμε μαζί μας . Άλλωστε θα κάνει έτσι και διακοπές !>> είπε δίνοντας ένα εύθυμο τόνο στην ομιλία της 

 Η φίλη της έμεινε για λίγο αμίλητη , έπειτα, της έσφιξε το χέρι << Δεν θέλω να ανησυχείς , ούτε να φοβάσαι . Το παιδί σου είναι ασφαλές με ΄μένα . Κανείς δεν θα το πειράξει . Ούτε εσένα , ούτε εκείνο . Εγώ θα μπω μπροστά αν χρειαστεί , το ξέρεις, έτσι δεν είναι ; >> 

Η Άντα δάκρυσε και οι δυό τους έμειναν να κοιτάζονται στα μάτια με μια κατανόηση που μόνο άνθρωποι που τους δένει ο πόνος και η αγάπη έχουν .

Το κουδούνι που χτύπησε τις έκανε να αναπηδήσουν στις καρέκλες τους. Η Φρίντα πετάχτηκε επάνω ξαφνιασμένη και σκούπισε τα βουρκωμένα μάτια της . 

<<Δεν περιμένω κανέναν άλλο .>> είπε στην κοπέλα που την κοίταξε ερωτηματικά και αφήνοντας την στον καναπέ του σαλονιού , κατευθύνθηκε προς την πόρτα.

Μόλις άνοιξε έμεινε έκπληκτη να κοιτά τον επισκέπτη .

Η θεία της ,η Χαρούλα, και μητέρα του Δημήτρη και του Μανούσου έστεκε χαμογελαστή με ένα κουτί γλυκά.

<<Θεία , τι κάνεις εσύ εδώ ;>> 

Η Χαρούλα την αγκάλιασε χαμογελαστή << Ήρθα μια βόλτα στην εταιρεία και σκέφτηκα να περάσω να σε δω αν είσαι στο σπίτι σου.>>

Χωρίς να προλάβει η ανιψιά της να αρθρώσει λέξη , η Χαρούλα είχε ήδη περάσει στο σπίτι .

Μόλις που πρόλαβε η Φρίντα να ψελλίσει <<Θεία...>> πριν έρθει εκείνη αντιμέτωπη με την Άντα.

Το χαμόγελο εξαφανίστηκε από το πρόσωπο της και μια έκφραση κακίας πήρε την θέση του, ενώ η Άντα αμέσως σηκώθηκε από τον καναπέ και πέρασε την τσάντα στον ώμο της ,έτοιμη για να φύγει.

Χωρίς να της πει λέξη , πέρασε από δίπλα της με κατεύθυνση την έξοδο.

<<Δεν ντρέπεσαι αλήθεια να με αντικρίζεις ; >> της είπε η Χαρούλα , κόβοντας στην μέση το βήμα της .

<< Τι εννοείς Χαρούλα ; Ποιον λόγο έχω να ντραπώ ;>>

<<Τα πτώματα των παιδιών μου , που φύγαν νέα και άκληρα !>> φώναξε

<<Αν εγώ Χαρούλα ντρέπομαι , εγώ ,που όπλο δεν σήκωσα σε κανέναν , εσύ τι πρέπει να κάνεις ; Τον ξέχασες τον Αντρέα που έφυγε απ ΄το δικό σου χέρι ; Δεν στοιχειώνει η εικόνα του τον ύπνο σου ;>>

<<Δυό γιους έχασα από το βρωμόσογο σας ! Δεν αξιώθηκα να δω εγγόνι και εσύ τριγυρνάς με το παιδί σου στον τόπο που σκοτώσατε τα δικά μου !>> έλεγε πια η Χαρούλα εκτός εαυτού.

Η Φρίντα στεκόταν παγωμένη , όμως, η Άντα μετά την αναφορά του παιδιού της στην κουβέντα τους , πάγωσε και με μεγάλα βήματα έφτασε οργισμένη μπροστά στην γυναίκα << Το δικό μου το παιδί , θα το αφήνεις έξω από τις συζητήσεις σου , αν θέλεις να συνεχίσω να είμαι ήρεμη. Γιατί αν μάθω ότι έπιασες έστω και μια τρίχα απ΄τα μαλλάκια του , θα γίνω θεριό . Θα πάρω στα χέρια τα όπλα και θα σας θερίσω όλους !Μην έχεις καμιά αμφιβολία γι ΄αυτό !>> φώναξε εκτός εαυτού και έφυγε από το σπίτι σαν σίφουνας αφήνοντας την Χαρούλα κατακόκκινη και την Φρίντα παγωμένη από μια νέα εκδοχή της φίλης της , που ως τώρα δεν είχε γνωρίσει.



Η αγαπη ηρθε απο μακριαOù les histoires vivent. Découvrez maintenant