Κεφάλαιο 30

612 72 50
                                    

«Είσαι ένας φρικτός φίλος, Δανιήλ!» Η φωνή της Κατρίνας ακούστηκε παράξενη, με ένα τρόπο που ποτέ δεν είχε ακούσει τον εαυτό της. Το γέλιο του Δημήτρη στην άλλη γραμμή του τηλεφώνου μετά βίας ήταν αισθητό μεταξύ του θορύβου της χορευτικής μουσικής του μπαρ. «Απορρίπτεις την πρόσκλησή μου και τώρα με κοροϊδεύεις;»

Ο Δημήτρης γέλασε πάλι δυνατά, κάτι το οποίο, για ένα περίεργο λόγο, την έκανε να γελάσει μαζί του.

«Λυπάμαι» φλυαρεί, «αλλά είναι το ότι ποτέ δεν σε έχω ακούσει μεθυσμένη, Κατρίνα».

Αλήθεια είναι, από τότε που έχει γνωριστεί με τα παιδιά, οι οποίοι είναι μακρινά ξαδέρφια της Σμιθ, δεν έχει μεθύσει ποτέ της. Θυμάται ακόμη που έπαιζε μαζί τους όταν ήταν μικρά παιδάκια. Κάποια στιγμή χωρίστηκαν όμως τώρα η μοίρα τους έφερε πάλι μαζί, για να τους κάνει πάλι αχώριστους.

«Δεν είμαι μεθυσμένη!» αναφώνησε εκείνη, όμως δεν ήταν ενοχλημένη. Δεν μπορούσε να είναι ενοχλημένη. Δεν ένιωθε τίποτα περισσότερο από ενθουσιασμό μέσα της αυτές τις στιγμές. «Καλά λοιπόν, δεν είμαι ακόμη». Εκείνος και το κορίτσι γέλασαν ξανά ταυτοχρόνως. «Απλά...απλά είμαι ευτυχισμένη. Αυτό είναι πολύ περίεργο, έτσι; Η ευτυχία. Σε κάνει να ξεχνάς τα προβλήματά σου».

«Τι;» γέλασε δυνατά. «Γιατί στο καλό μιλάς; Τι πίνεις;»

«Πάμε, Δανιήλ! Έλα!»

«Αγάπη, άφησε το αγόρι ήσυχο» παρέμβει η Νοέλια, που καθόταν δίπλα της στο σκαμπό με ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη.

«Όμως θέλω να την γνωρίζεις...» επέμεινε, με το τηλέφωνο ακόμη κολλημένο στο αυτί της.

«Λυπάμαι, Κατρίνα, δεν μπορώ να έρθω». Ακούστηκε πολύ λυπημένος ο Δανιήλ. «Πρέπει να διαβάσω για τις εξετάσεις της επόμενης εβδομάδας...Ίσως άλλη μέρα» πρόσθεσε τώρα λίγο πιο ευδιάθετος.

Η Σμιθ ξεφύσησε.

«Εντάξει, εσύ χάνεις». Ο Δανιήλ άρχισε να ζητάει πάλι συγγνώμη, όταν η ξαδέρφη του το έκλεισε χωρίς να το θέλει. Γούρλωσε τα μάτια τρομαγμένη και κοίταξε την Νοέλια. «Ουπς...»

Εκείνη κούνησε το κεφάλι αρνητικά, προσποιούμενη απογοήτευση.

«Συμφωνώ με τον ξάδερφο και φίλο σου, το σπασικλάκι» είπε χαμογελώντας: «έχεις ήδη μεθύσει».

Και η Κατρίνα χαμογέλασε.

«Κοίτα ποιος μιλάει τώρα».

«Εγώ είμαι ο δικαστής εδώ πέρα» μεσολάβησε ο άντρας πίσω από το μπαρ. Γνωστός της Νοέλιας αλλά και της Κατρίνας. όσες φορές είχε έρθει σε αυτό το μπαρ, πάντα αυτός τους σέρβιρε και τις έκανε να ξεχνάνε τα προβλήματά τους με συζητήσεις περί ψυχολογίας. Πάνε χρόνια από την τελευταία φορά που είχε έρθει σ' αυτό το μέρος. Από τότε που γνώρισε τους δαίμονες, έπαψε να διασκεδάζει. «Και λέω ότι οι δυο σας είστε αδιόρθωτες μεθυσμένες».

Άβυσσος(Soul #1)Where stories live. Discover now