Πρόλογος τρίτου μέρους

567 79 56
                                    

Δεν μπορούσα να σταματήσω να τον κοιτάζω. Δεν μπορούσα να σταματήσω να μαγεύομαι από την έκφραση του προσώπου του, από τα χάδια των χεριών του, από τον επιτηδευμένο τρόπο που τα νύχια του χάιδευαν τους μηρούς μου, από την κολασμένη φωτιά στο δέρμα του, από τον τρόπο που οι ωθήσεις του και το πρόσωπό του έμοιαζαν να δείχνουν την ευχαρίστηση που έσβησε εκείνη τη σκέψη που είχε κάποτε για μένα. Από εμάς, από τους ανθρώπους.

Δεν σκεφτόμουν καθαρά. Το κεφάλι μου και το σώμα μου είχαν αποσυνδεθεί, μπορούσα μόνο να αισθάνομαι. Να τον νιώθω αυτόν. Να απορροφήσω τον εαυτό μου από τα εκατοντάδες συναισθήματα που καταβρόχθιζαν τη λογική μου.

Να συνειδητοποιήσω πόσο ερωτευμένη ήμουν μαζί του.

«Σε αγαπώ...» ψιθύρισα με βραχνή, αγνώριστη φωνή.

Πολύ αργά, δεν μπόρεσα να σταματήσω τις λέξεις που βγήκαν από το στόμα μου.

Πολύ αργά, το βάρος αυτών που μόλις είχα πει έπεσε πάνω μου σαν κουβάς με παγωμένο νερό.

Τα μάτια του γούρλωσαν για να συναντήσουν τα δικά μου, αλλά αντί να σταματήσει, όπως νόμιζα ότι θα έκανε, αύξησε το ρυθμό των ωθήσεών του, με ένα σφοδρό, έντονο ρυθμό, χωρίς την παραμικρή προσοχή. Χωρίς έλεος. Δεν ήταν μέχρι εκείνη την στιγμή, που μια λάμψη διέλυσε εντελώς την σαφήνεια μου. Όλος ο κόσμος γύρω μου θόλωσε και έχασε την εστίασή του. Τα πάντα γύρω μου έχασαν τη μορφή τους, το χρώμα τους και το μόνο που έμεινε ήταν αυτός.

Δεν υπήρχε τίποτα παρά μόνο αυτός...

Δεν μπορούσα να αντιληφθώ τίποτα άλλο εκτός από την αίσθηση της ευχαρίστησης. Το δέρμα του, αν και έκαιγε σαν φωτιά, ήταν σαν μετάξι όταν με άγγιζε. Μια νέα αίσθηση, ακόμα πιο δυνατή από τη χαρά που ένιωθα, κατέκλυσε την κοιλιά μου. Κάθε μυς του σώματός μου τεντώθηκε.

Αμέσως, ένα πολύ δυνατό βογγητό ξέφυγε από τα χείλη μου καθώς έκανα την πλάτη μου ένα τόξο και έθαβα τα νύχια μου στο δέρμα του. Το σώμα μου εξερράγη σε ένα μπερδεμένη ανάμειξη έντονων και συγκλονιστικών αισθήσεων, σε έναν ανεμοστρόβιλο φωτιάς που σάρωσε τον οργανισμό μου και με έκανε να νιώθω σαν η ψυχή μου να αποκολλάται από το σώμα μου, μόνο και μόνο για να πετάξει στον Ουρανό για ένα άπειρο χρονικό διάστημα και να επιστρέψει στη Γη την ίδια στιγμή. Αντιλήφθηκα αμυδρά τον ήχο που ξεστόμισε, επειδή οι αισθήσεις μου ήταν ακόμη μπλοκαρισμένες. Αυτό όμως που όντως αντιλήφθηκα ήταν το πώς το χέρι του κρατούσε το κεφάλι μου, για να βυθιστεί στη συνέχεια με δύναμη μέσα μου άλλες δύο φορές. Έμεινε ακίνητος για ένα δευτερόλεπτο και μετά έπεσε από πάνω μου. Ένιωσα το βάρος του να με εγκλωβίζει, και σε εκείνη την κατάσταση θολής ομίχλης, ένιωσα ρίγη που έμοιαζαν να προέρχονται από εκείνον. Ή ίσως ήταν οι δικοί μου σπασμοί. Το στόμα του αναζήτησε το δικό μου σε ένα βαθύ, αργό φιλί, και παρόλο που ήταν δύσκολο να αναπνεύσω, του το ανταπέδωσα.

Τότε, απομακρύνθηκε απότομα και ένωσε το μέτωπό του στο δικό μου, με τα σώματά μας ακόμα συνδεδεμένα.

«Ναι φοβάμαι» ψιθύρισε, με βραχνή, λαχανιασμένη και ασταθή φωνή. Τα μπράτσα του τυλίχτηκαν γύρω από τον κορμό του σώματός μου και με τράβηξαν κοντά του, λες και μπορούσε να βρίσκεται ακόμη πιο κοντά, σε μια κίνηση που μου φάνηκε...προστατευτική. «Αλλά για σένα. Φοβάμαι πως μπορεί να σου συμβεί κάτι κακό. Κάτι που ποτέ δεν μου έχει ξανασυμβεί, Κατρίνα...Φοβάμαι μήπως σε χάσω». 

Άβυσσος(Soul #1)Where stories live. Discover now