Κεφάλαιο 12

567 70 72
                                    

Στο μυαλό μου, όλοι γύρω μου φάνηκαν να εξαφανίζονται. Δεν μπόρεσα να μιλήσω, δεν κατάφερα να απομακρύνω τα μάτια μου από τις μαυρισμένες σφαίρες του δαίμονα.

Είχε περάσει πολύ ώρα που ο Χέιλ πολεμούσε με τον Αραέλ, του επιτέθηκα κι εγώ ακόμη γιατί φοβόμουν ότι μπορούσε να τον κερδίσει, και έπεσε κάτω με ένα απλό στιλέτο! Τι είδους όπλο θα μπορούσε να σκοτώσει έναν δαίμονα τόσο εύκολα;

Ένα από τη Νάιμα, φυσικά. Έπρεπε να ήξερα ότι δεν έπαιζε δίκαια ούτε με τους δικούς της.

Δεν μπόρεσα να απαντήσω στον Ασμόδαιο. Δεν μπόρεσα καν να τον κοιτάξω. Τα λόγια του πρέπει να μου προκάλεσαν έναν τρομερό πανικό. Ωστόσο, το μόνο που μπόρεσα να κάνω ήταν να παρακολουθήσω έκπληκτη πώς η ζωή του Χέιλ κατέληγε να αφήνει εντελώς το αδρανές του σώμα στο έδαφος.

Κάτι πήγαινε λάθος. Τα πνευμόνια μου δεν λειτουργούσαν σωστά.

"Αυτό εσύ το προκάλεσες". Η φωνή στο μυαλό μου ακουγόταν κριτική, ψυχρή και σκληρή, καθόλου χαρούμενη με αυτό που μόλις συνέβη. "Τον σκότωσες. Μόλις σκότωσες κάποιον".

"Όμως ο Χέιλ...εκεινος ήταν κακός. Ήταν υπό άμυνα. Ήταν για να τους βοηθήσω", αντεπιτέθηκα και ήμουν σχεδόν σίγουρη ότι το είπα δυνατά.

"Αυτό δεν σου έδωσε το δικαίωμα να το κάνεις", επέμεινε, και ένιωσα σαν μια σακούλα με πέτρες να έχει εγκατασταθεί στο στομάχι μου.

Και πώς στο διάολο υποτίθεται ότι ήξερα τι έκανε αυτό το στιλέτο;!

«Δεν θα υπάρξει συμφωνία». Η φωνή του Αραέλ διέκοψε την απόκοσμη σιωπή που επικρατούσε στο τεράστιο δωμάτιο και κατάφερε να με βγάλει από την προσωρινή μου απομόνωση. Ήρθε στα αυτιά μου ως αυστηρή εντολή, βραχνή και αιχμηρή, αλλά ταραγμένη ταυτόχρονα, ίσως λόγω της εξάντλησής του.

Ωστόσο, μετά βίας μπορούσα να του δώσω σημασία.

«Τότε φοβάμαι ότι κανένας από αυτούς δεν θα φύγει από εδώ», αποφάσισε ο Ασμόδαιος.

Μια καταστρεπτική ψύχρα διέτρεξε στη σπονδυλική μου στήλη και, με αρκετή προσπάθεια, αναγκάστηκα να απομακρύνω το βλέμμα μου από τον Χέιλ προς εκείνον.

«Τί είναι αυτό που θέλεις;» Ρώτησε η Άρια, μπόρεσα να εντοπίσω τον τρόμο στη φωνή της.

Ο Ασμόδαιος σήκωσε το χέρι του για να την σωπάσει.

«Δεν απευθύνομαι σε σένα», είπε με αυστηρό τόνο, χωρίς να την κοιτάξει. «Η Κατρίνα θέλω να απαντήσει».

Άβυσσος(Soul #1)Where stories live. Discover now