Κεφάλαιο 2

1.1K 125 32
                                    

Το επόμενο πρωί η Κατρίνα ξύπνησε νιώθοντας βαριά τα βλέφαρά της. Ήταν αρκετά κουρασμένη λόγω του όχι τόσο καλού ύπνου που είχε χθες την νύχτα. Πονούσε όλο της το σώμα αλλά, παρόλα αυτά, έπρεπε να πάει στην δουλειά. Εισήλθε στο δωμάτιο μπάνιου για να κάνει ένα ζεστό μπάνιο με σκοπό να χαλαρώσει το κορμί αλλά και να ηρεμήσει το μυαλό της. Όταν τελείωσε, άρπαξε την πετσέτα που υπήρχε κρεμασμένη και την τυλίχτηκε, κρύβοντας το κορμί της. Την έσφιξε επάνω της και βγήκε από το μπάνιο με αυτή αφού είχε ξεχάσει να πάρει εσώρουχα. Την στιγμή που άνοιξε την πόρτα, τα μάτια της γούρλωσαν όταν πρόσεξε τα εσώρουχα, που πριν δεν υπήρχαν, κρεμασμένα επάνω στο πόμολο της πόρτας. Δάγκωσε τα χείλη νευρικά και έπειτα έσφιξε περισσότερο την πετσέτα επάνω της. Κάποιος είχε μπει στο δωμάτιο της. Πιθανότατα να ήταν ο αδερφός της ή η φίλη της, αν βέβαια είχαν αντικλείδι. Κανείς από αυτούς δεν μπορούσε να εισέλθει στην οικεία για τον λόγο πως η κοπέλα δεν τους είχε δώσει κλειδί. Όταν ήθελαν να έρθουν για επίσκεψη τηλεφωνούσαν και μετά όταν έφθαναν κάτω από την πολυκατοικία, πίεζαν το κουμπί του αριθμού του διαμερίσματος της στο θυροτηλέφωνο. Άρα σίγουρα θα μπήκε κάποιος άγνωστος στην οικεία και εκείνη δεν είχε ακούσει ούτε ένα θόρυβο.


Κούνησε το κεφάλι αρνητικά και αφού κοίταξε τριγύρω επιβεβαιώνοντας στον εαυτό της πως αυτή την στιγμή δεν υπήρχε κανείς στο δωμάτιο της, έβγαλε την πετσέτα. Σίγουρα θα ήταν της φαντασίας της...όμως γιατί ένιωθε ένα έντονο βλέμμα να την καίει;


Δεν μπορεί να μπει κανείς στο διαμέρισμα Κατρίνα, μόνο αν δεχτείς εσύ πιέζοντας το κουμπί του τηλεφώνου το οποίο ανοίγει την κάτω πόρτα του κτηρίου και επιπλέον μετά πρέπει να ανοίξεις αυτή του διαμερίσματος σου. Ηρέμησε, απλά θα έχεις ξεχάσει ότι το κρέμασες πριν εισέλθεις στο μπάνιο. Σκέφτηκε.


Μετά από τριάντα λεπτά ήταν έτοιμη. Έπρεπε να βιαστεί γιατί θα έφθανε πολύ αργά στην δουλεία της. Εδώ και δύο χρόνια δούλευε σε ένα νηπιαγωγείο. Λάτρευε τα παιδιά και αυτός ήταν ο ένας λόγος που επέλεξε να κάνει αυτό το επάγγελμα. Ο δεύτερος λόγος ήταν γιατί η μητέρα της ήθελε να πάρει πτυχίο πάνω σε αυτό αλλά δεν τα κατάφερε. Πέθανε σε δυστύχημα όταν ήταν δεκαεννιά ετών και άφησε το αγόρι της μόνο με ένα κοριτσάκι είκοσι τεσσάρων μηνών.


Ξεφύσησε. Της έλειπε τόσο η μητέρα της αν και ποτέ δεν την είδε. Μερικές φορές χρειαζόταν μία στοργική και τρυφερή αγκαλιά από εκείνη, ήθελε μητρική αγάπη. Όσο και αν ο πατέρας της έκανε τα αδύνατα δυνατά για να της δώσει όλη την αγάπη του, δεν μπορούσε να γεμίσει το κενό στην καρδιά της, εκείνο το κομμάτι που ανήκε στην μητέρα.


Έφτασε στο νηπιαγωγείο δέκα λεπτά πριν να πρέπει να παρευρεθεί στην αίθουσα για να συναντήσει τα μικρά της και κατευθύνθηκε προς το γραφείο των νηπιαγωγών, όπου βρισκόταν και το δικό της γραφείο.


Στην πόρτα ήταν η φίλη της, δούλευε στο ίδιος μέρος με την Κατρίνα εδώ και ένα χρόνο. Η Έλενα ανασήκωσε το ένα φρύδι κοιτώντας κάτι από πίσω της κοπέλας. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα, έστρεψε το βλέμμα επάνω στην Κατρίνα η οποία την κοιτούσε με απορία.


<<Ποιος ήταν εκείνος ο τύπος; Πού τον γνώρισες; Γιατί δεν μου μίλησες για εκείνον; >> Έκανε απανωτές ερωτήσεις, προκαλώντας στην κοπέλα ένα μπέρδεμα.


<<Ποιος Έλενα; >> Την ρώτησε αρκετά ψύχραιμη.


<<Το αγόρι, που να πάρει! >> Είπε ξεφυσώντας. Έμεινε σιωπηλή για λίγο μέχρι που κατάλαβε πως η Κατρίνα δεν λογάριαζε να πει κάτι σχετικά με αυτό, για αυτό και αποφάσισε να συνεχίσει: <<Αυτός που σε ακολουθούσε! Γιατί δεν μπήκε μαζί σου; >>


Τα μάτια του κοριτσιού γούρλωσαν. Ήταν δυνατόν; Εκείνη η σκοτεινή φιγούρα την ακολούθησε μέχρι την δουλειά της; Όχι! Αποκλείεται. Αφού εκείνος ο άγνωστος ήταν της φαντασίας της...μάλλον...


Πήρε μία βαθιά ανάσα και κοίταξε την Έλενα, η οποία την κοιτούσε με ένα χαμόγελο στα χείλη.


<<Πάντως έχεις ωραίο γούστο! >> Είπε φωναχτά ταράζοντας την ησυχία που υπήρχε στον διάδρομο. Κάλυψε το στόμα με τα χέρια όταν πήρε είδηση πως είχε μιλήσει πιο δυνατά απ' όσο ήθελε και πρόσθεσε: <<Είναι γοητευτικός ο άτιμος και τα μαύρα στενά ρούχα που φοράει σε κάνουν να φαντασιώνεσαι...>>


Η Κατρίνα την διέκοψε ταραγμένη.


<<Για όνομα του Θεού, Έλενα, ήρθε με ορέξεις πρωί - πρωί; >> Της είπε γελώντας και η φίλη της έκανε το ίδιο ξεχνώντας και οι δυο, μια στιγμή, πως μιλούσαν για εκείνο τον άγνωστο και μυστηριώδη τύπο.


Για μια στιγμή όμως...


<<Είναι το αγόρι σου; >> Επέμεινε να μάθει.


<<Δεν με ακολουθούσε κανείς, σίγουρα θα είδες λάθος. >> Μίλησε η Κατρίνα και ξαφνικά εκείνο το περίεργο άρωμα εισήλθε στα ρουθούνια της.


Εκείνος ο τύπος με την σκοτεινή φιγούρα που βρισκόταν χθες την νύχτα στο δωμάτιο του διαμερίσματος της ήταν στο ίδιο μέρος με εκείνη;


Όλο αυτό δεν μπορούσε να γίνει χειρότερο...

Άβυσσος(Soul #1)Where stories live. Discover now