Κεφάλαιο 14

700 79 57
                                    

Ο τρόπος με τον οποίο τα χείλη τους κινούνταν ίσως ήτανε αρκετά γρήγορος και απότομος, σχεδόν μη συντονισμένος, μέχρι που σε ένα κλάσμα δευτερολέπτου απομακρύνθηκε και πήρε το πρόσωπό της ανάμεσα στα μεγάλα του χέρια για να το ενώσει με το δικό του. Το κορίτσι μύρισε το άρωμά του και άφησε τον εαυτό της να απολαύσει την υπέροχη αυτή μυρωδιά. Τότε, εκείνος άνοιξε τον στόμα της δίχως να πάρει άδεια και αμέσως η Κατρίνα ένιωσε την απαλότητα της γλώσσας του. Η επαφή δεν ήτανε απαλή, αλλά ναι πιο καθοριστική, πιο συγχρονισμένη. Διαφορετική από την προηγούμενη φορά.

Του επέτρεψε να συνεχίσει την διαδρομή μέχρι την δική της γλώσσα και, με λίγη ανασφάλεια, εκείνη χάιδεψε την δική του.

Εκείνος βρήκε τα χέρια της, τα οποία ήτανε κλεισμένα σε γροθιές στον γιακά του πουκαμίσου του, και τα άρπαξε για να κατευθύνει προς τον λαιμό του. Ακόμη γεμάτη περιέργεια, πέρασε τα δάκτυλά της από τα μαλλιά του, ξαφνιασμένη με το πόσο απαλά ήτανε. Τα δικά του χέρια ταξίδεψαν στο πιο χαμηλό μέρος της πλάτης της και την τράβηξε προς το μέρος του, μειώνοντας την μικρή απόσταση που υπήρχε ανάμεσά τους.

Οι απορίες εισήλθαν στο μυαλό της.

Γιατί δεν ένιωθε το ίδιο όπως την προηγούμενη φορά; Γιατί τώρα δεν ήθελε να απομακρυνθεί; Γιατί της φαινόταν τόσο...απολαυστικό, τόσο βασανιστικό;

Ο Αραέλ έγειρε το κεφάλι προς τα αριστερά, κάτι που έδωσε περισσότερη πρόσβαση στο στόμα της, και ξαφνικά το κορίτσι τον ένιωσε πιο κοντά από ποτέ. Η θερμότητα που έκπεμπε το σώμα του ήτανε δυσβάστακτη, αποπνικτική, παρόλα αυτά αρνήθηκε να απομακρυνθεί. Με την οργή ακόμη μέσα της, τράβηξε με δύναμη τις τρίχες των μαλλιών του, προκαλώντας με αυτή την κίνηση το βραχνό μουγκρητό που ξέφυγε από τα χείλη του. Τότε, άρπαξε τα χέρια της και τα τοποθέτησε στα αριστερά κι δεξιά του κεφαλιού της. Ξαφνικά η πλάτη της άγγιξε πάλι τον κορμό του δέντρου, και το στομάχι του δαίμονα κόλλησε επάνω στο δικό της. Τα δόντια του δάγκωσαν το κάτω χείλος της δίχως να της προκαλέσει πόνο, προκαλώντας της ένα ηλεκτρισμό που διαπέρασε την ραχοκοκαλιά της. Η καρδιά της σφυροκόπησε βάναυσα, με ένα τρόπο που δεν πίστεψε ότι θα ήταν δυνατόν.

Τότε, εκείνος διέκοψε την επαφή, όμως αντί να απομακρυνθεί, γλίστρησε τα χείλη του από το περίγραμμα της γνάθου μέχρι να φτάσει στο αυτί της.

«Δεν ξέρω...» είπε με ένα ψίθυρο βραχνό.

Τα φρύδια της σούφρωσαν. Δεν καταλάβαινε για ποιο πράγμα μιλούσε. Το μόνο που εκείνη την στιγμή διέκρινε, έκπληκτη, ήταν το γεγονός πως κι οι δυο τους ανάσαιναν με δυσκολία.

Άβυσσος(Soul #1)Where stories live. Discover now