Κεφάλαιο 11

865 87 32
                                    

Δεν μπορούσε να κουνηθεί, όμως ένιωθε το κορμί της. Είχε τα μάτια ανοιχτά, αλλά δεν ήταν ικανή να πραγματοποιήσει καμία κίνηση. Ήταν ξαπλωμένη στον καναπέ, και το μόνο που το βλέμμα της μπορούσε να διακρίνει μέσα στο σκοτάδι ήταν το ταβάνι του σαλονιού. Και τότε την είδε. Η σκοτεινή ανθρωποειδής σκιά, χωρίς χαρακτηριστικά προσώπου, βρισκόταν επάνω της. Η τρομακτική φιγούρα χαμογέλασε. Ξαφνικά, μπόρεσε να δει τα λαμπερά του κίτρινα μάτια καθώς άνοιγε το στόμα του κάνοντας εμφανή τα κοφτερά του δόντια...

Άνοιξε τα μάτια της απότομα. Όλο της το πρόσωπο ήταν ιδρωμένο, και οι ρυθμοί της καρδιάς της που έτρεχαν ανεξέλεγκτα έφτασαν μέχρι τα αφτιά της. Ένιωσε κάτι βαρύ στα πόδια της. Αμέσως, ο φόβος εξαπλώθηκε μέσα της και άρχισε να κουνάει τα πόδια της. Κάτι έφυγε από τα παπλώματα πετώντας. Δεν συνηδειτοποίησε πως ήταν το γατάκι της μέχρι που το άκουσε να πέφτει στο έδαφος και να νιαουρίζει.

Η ανακούφιση την κατέκλυσε, και ανέπνευσε βαριά για να ηρεμήσει.

Το κρεβάτι της εξακολουθούσε να έχει τα σκεπάσματα κολλαρισμένα. Η κόπωση είχε συσσωρευτεί τόσο πολύ στο κορμί της, που δεν κατάλαβε καν πότε αποκοιμήθηκε. Το τελευταίο που θυμόταν ήταν ότι είχε εισέλθει στο υπνοδωμάτιο για να αφήσει την τσάντα της. Δεν έβγαλε καν τα ρούχα που φορούσε όλη την μέρα, και αμφέβαλλε αν θα πήγε δέκα η ώρα την νύχτα.

Σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό της με το μανίκι της μπλούζας, και τότε άκουσε τον γάτο της να μουγκρίζει. Δεν θα τρόμαζε, αν δεν ακολουθούσε το μουγκρητό του ζώου ένα σιγανό, βραχνό και αρρενωπό γέλιο, που προερχόταν από κάποια γωνιά του σκοταδιού στην οποία το υπνοδωμάτιο της βρισκόταν βυθισμένο.

Τα μάτια της μανιώδης μετακινήθηκαν τριγύρω, μέχρι που κατάφερε να δει με δυσκολία το χαμόγελο στο πρόσωπο του Αραέλ.

Βρισκόταν καθισμένος στην καρέκλα του γραφείου της Κατρίνας, μπροστά από το θρανίο που πριν χρησιμοποιούσε για να κάνει τις εργασίες της, σε μία χαλαρή στάση και κοιτώντας την με μία πονηρή έκφραση. Η ανάσα του κοριτσιού έγινε ακανόνιστη. Η αίσθηση του φόβου που της άφησε ο εφιάλτης, και η έκπληξη που της προκάλεσε η απότομη εμφάνισή του, την άφησαν συγκλονισμένη.

Ο Μαυρούλης, το γατάκι, συνέχιζε να γουργουρίζει δυνατά και να γρατζουνίζει στον αέρα λόγω της δυσαρέσκειας που ένιωθε υπό την παρουσία του δαίμονα. Τα μαύρο του τρίχωμα είχε σηκωθεί όρθιο. Η Κατρίνα κατάπιε με δυσκολία. Σηκώθηκε με αδέξιο τρόπο και άνοιξε την πόρτα του δωματίου για να βγει έξω. Ο γάτος φάνηκε να μην θέλει, όμως όταν ο Αραέλ χαμογέλασε για ακόμη μια φορά, αυτός έφυγε τρέχοντας. Και τότε η κοπέλα έκλεισε την πόρτα σιγά σιγά, σαν ένα κομμάτι του εαυτού της να μην ήθελε να το κάνει.

Άβυσσος(Soul #1)Where stories live. Discover now