ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

218 23 12
                                    


Ο ήλιος ρίχνει την ζεστή του παρηγοριά εδώ και ώρα αυτό το πρωινό του Ιανουαρίου στην ελληνική πρωτεύουσα. Οι Αθηναίοι, επιφυλακτικοί με τις διαθέσεις του καιρού, κουβαλούν παλτό και ομπρέλα, ενώ τρέχουν στις δουλειές τους. Παράξενο, ε; Υποτίθεται ότι τα τεχνολογικά θαύματα, για τα οποία μιλούν όλοι κάθε φορά που μια καινούρια έμπνευση έρχεται να ταράξει τα νερά της αγοράς, έχουν μοναδικό σκοπό να κάνουν την ζωή μας καλύτερη, ευκολότερη, να μας επιτρέψουν να χαρούμε περισσότερο χρόνο με αυτούς που αγαπάμε... Κι όμως, οι άνθρωποι συνεχίζουν να τρέχουν. Ο χρόνος δεν είναι ποτέ αρκετός. Μια πόλη τόσων εκατομμυρίων - σχεδόν σκοντάφτει ο ένας πάνω στον άλλο -, αλλά όλοι μοιάζουν να ζουν σε παράλληλα σύμπαντα. Κεφάλι σκυφτό και τρέχουν. Λες και όλοι είναι άγνωστοι, καλοκουρδισμένα ρομποτάκια, που θα περάσουν μια μέρα ολόκληρη σε μια δουλειά που πιθανότατα θα βρίσκουν ανιαρή, με συναδέλφους που θα αντέχουν μετά βίας, πριν γυρίσουν σε ένα άδειο σπίτι «κατ' επιλογή! Ποιος θέλει να έχει άλλους πάνω από το κεφάλι του;!» ή, σε άλλες περιπτώσεις, στην οικογενειακή εστία, όπου θα κλειστούν πάλι στο καβούκι τους, αναπαράγοντας ουσιαστικά την συμπεριφορά που είχαν υιοθετήσει από το πρωί ήδη˙ παράλληλοι βίοι, χωρίς επικοινωνία, τουλάχιστον ουσιαστική.

Παρατηρώ όλα αυτά τα απαθή πρόσωπα γύρω μου και αναρωτιέμαι πότε καταντήσαμε έτσι. Θέλω να τους πιάσω έναν έναν και να τους ταρακουνήσω δυνατά. Να τους δώσω να καταλάβουν πόσο μεγάλο δώρο είναι η ζωή την οποία αυτοί σπαταλούν άσκοπα και ανόητα. Δεν ξέρω, ίσως φταίει η αγωνία μου για την σημερινή μέρα που έχει κατακλυστεί το μυαλό μου με τέτοιες σκέψεις... Πιάνω ασυναίσθητα την κοιλιά μου. Η γνώση της νέας ζωής που αργά μα σταθερά μεγαλώνει εκεί μέσα μού δίνει δύναμη. Δεν τολμώ να πω αισιοδοξία. Έχω πάψει να χρησιμοποιώ τόσο έντονα φορτισμένες λέξεις εδώ και μήνες. Φοβάμαι, αλλά ξέρω ότι δεν υπάρχουν πολλές λύσεις στο πρόβλημα. Για την ακρίβεια, δεν υπάρχει καμιά άλλη λύση. Αν δεν υπήρχε αυτό το μωρό, πιθανόν να το πάλευα. Τι λέω; Σίγουρα θα το πάλευα. Μια ζωή ήμουν πεισματάρα. Όταν έβαζα κάτι στο μυαλό μου, έκανα ό,τι μπορούσα για να πετύχω τον στόχο μου. Όχι, ποτέ δεν χρησιμοποιούσα αθέμιτα μέσα. Από την άλλη, όμως, δεν έδινα στον εαυτό μου την επιλογή να αποτύχει. Πεισματάρα μέχρι το κόκκαλο! Τώρα, ωστόσο, δεν είμαι μόνη μου. Πρέπει να αναλογιστώ την ευθύνη που έχω απέναντι σε αυτό το πλάσμα που εξαρτάται απολύτως από μένα. Δεν μπορώ, δεν αντέχω να το αφήσω να έρθει σε ένα τέτοιο κόσμο. Οφείλω να το προστατέψω από τις επιλογές μου, από το κακό που μας απειλεί.

«Ναι, καλύτερα έτσι!», σκέφτομαι πιέζοντας τα χείλη μου, σαν μικρό κορίτσι που του αρνήθηκαν κάποια χάρη και βάζει στόχο να ανατρέψει την κατάσταση. Είπαμε, πεισματάρα μέχρι το κόκκαλο! Και με αυτές τις σκέψεις στο κεφάλι μου, με αυτή την πεισματάρικη έκφραση στο πρόσωπό μου, κάνω ακόμα ένα βήμα. Η πόρτα της καφετέριας στην οποία βρίσκομαι τόση ώρα είναι πλέον κοντά. Δεν υπάρχουν πισωγυρίσματα πια. Σαν να έχει μπει σε λειτουργία κάποιος αόρατος αυτόματος πιλότος, προχωράω προς την έξοδο. «Λίγα βήματα ακόμη. Ο πολύβουος δρόμος είναι το τέλειο σκηνικό για τον επίλογο του δράματος που ζω τόσους μήνες. Προχώρα, ντε!», κάνω νοητές ενέσεις τόνωσης της αποφασιστικότητάς μου. Άλλο ένα βήμα... Η πόρτα ανοίγει. ο ήλιος με τυφλώνει. Τι ειρωνεία! Μια τόσο όμορφη μέρα μέσα στην καρδιά του χειμώνα θα έπρεπε να φέρνει χαμόγελο στο πρόσωπό μου. Ξέρω, όμως, καλύτερα από αυτό... Αφού αυτή την μέρα επέλεξα για να πεθάνω. Η γυναίκα που γεννήθηκε πριν 36 χρόνια στην πόλη αυτή, γνωστή με το όνομα Χριστίνα, ορφανή πολύ νωρίς, χωρίς αδέρφια, πρέπει να πεθάνει σήμερα. Και αυτό θα γίνει. Αυτό τον στόχο έχω βάλει. Δεν δίνω στον εαυτό μου την επιλογή να αποτύχει. Πεισματάρα μέχρι το κόκκα...

Ένας ξερός κρότος ακούγεται. Στο στήθος μου μοιάζει να ανθίζει ένα κόκκινο τριαντάφυλλο, μόνο που ξέρω ότι είναι το αίμα μου. Αυτή η συνειδητοποίηση λες και λειτουργεί σαν καμπανάκι στο μυαλό μου. Τώρα πρέπει να πέσω... Αντίο, Χριστίνα!

ΛυκαυγέςWhere stories live. Discover now