ΚΕΦΑΛΑΙΟ 55

38 8 3
                                    

Η πόρτα έχει κλείσει εδώ και αρκετά λεπτά πίσω από τον Πέτρο, αλλά εγώ μοιάζω ανίκανη να κουνηθώ. Στέκομαι στο ίδιο μέρος όπου με άφησε φεύγοντας και κοιτάω το άδειο σπίτι. Έχω ανάμικτα συναισθήματα. Δεν μπορώ να αποφασίσω αν είμαι έκπληκτη από την εκδήλωση τρυφερότητας εκ μέρους του Πέτρου ή θυμωμένη. Θα ήμουν υποκρίτρια αν υποστήριζα ότι ποτέ δεν είχε περάσει από το μυαλό μου η απορία πώς θα ήταν να με φιλούσε, μα να με φιλήσει τώρα; Λίγο πριν φύγει για μια τόσο σημαντική συνάντηση που θα καθορίσει την συνέχεια της υπόθεσης; Η κατάσταση μου θυμίζει λίγο Μεσαίωνα, όταν έφευγαν οι άντρες για τις συχνές μάχες εκείνης της περιόδου, ενώ οι γυναίκες τους φιλούσαν στο κατώφλι του πύργου, τους κουνούσαν το μαντήλι και ανέμεναν υπομονετικά την επιστροφή τους.

Τελικώς, αποφασίζω ότι η απραξία δεν βοηθάει καθόλου στο να ξεδιαλύνω πώς νιώθω. Μαζεύω τα πιάτα του πρωινού και αρχίζω να τα πλένω. Για να μην κρύβομαι πίσω από το δάχτυλό μου, ξέρω ακριβώς πώς αισθάνομαι. Το φιλί του ήταν ζεστό, οικείο. Τα χείλη μας κόλλησαν σαν κομμάτια ενός παζλ, απολύτως ταιριαστά. Δεν έχει καταφέρει να ξυπνήσει μονάχα την δημοσιογράφο μέσα μου, αλλά και την γυναίκα. Από την άλλη, όμως, μου σπάει τα νεύρα η αναμονή. Γνωρίζω ότι η επικείμενη συνάντηση με τον Προμηθευτή δεν θα είναι απλή υπόθεση. Θα ήθελα να είμαι εκεί, προκειμένου να μην με τρώει η αγωνία μακριά από τις εξελίξεις.

Οι ώρες περνούν δίχως να νοιάζονται για την αδημονία που με κατατρώει. Αφού έπλυνα τα πιάτα, σκέφτηκα να κάνω κάποια δουλειά, έτσι για να μην τρελαθώ από την αναμονή, αλλά ήταν μάταιο να προσπαθήσω καν να καταπιαστώ με κάτι. Όταν έχω αγωνία, αδυνατώ να κάνω οτιδήποτε. Σέρνομαι σαν την άδικη κατάρα από το ένα δωμάτιο στο άλλο και περιμένω να περάσει η ώρα. Φτάνει το μεσημέρι, έρχεται το απόγευμα, μα πουθενά ο Πέτρος.

Καθώς κυλάει ο χρόνος και δεν έχω νέα του, ούτε έστω ένα τηλεφώνημα, ανησυχώ πολύ. Φοβάμαι πως το ραντεβού κατέληξε σε φιάσκο. Συνειδητοποιώ ότι τρέμω μήπως πάθει κάτι ο άνθρωπος που μέχρι πριν λίγο καιρό με έβγαζε εκτός εαυτού. Πώς γυρίζει ο τροχός...! Η σκέψη ότι η Αθηνά θα χαιρόταν ιδιαιτέρως με αυτή την εξέλιξη ζωγραφίζει ένα μειδίαμα στο πρόσωπό μου.

Έξω έχει αρχίσει να φυσάει πάρα πολύ. Τα δέντρα της γειτονιάς μοιάζουν να χορεύουν στον ρυθμό που τους επιβάλλει ο άνεμος. Κάθομαι και τα κοιτάω από το παράθυρο, ενώ έχω αναμμένη και την τηλεόραση, μήπως ακούσω κάτι σχετικά με την υπόθεση. Ταυτοχρόνως, τα μάτια μου είναι καρφωμένα στον δρόμο, ώστε να δω αμέσως πότε θα έρθει επιτέλους ο Πέτρος. «Θα μπορούσε να μου κάνει ένα τηλέφωνο!», σκέφτομαι εκνευρισμένη. «Αν, όμως, έχει συμβεί κάτι και δεν μπορεί;», αντιτάσσει μια άλλη φωνούλα μέσα μου το δικό της επιχείρημα. Έτσι περνάει η ώρα, με τις δυο αυτές φωνές να λογομαχούν στο κεφάλι μου, ώσπου βλέπω το αυτοκίνητό του να στρίβει στην γωνία και να παρκάρει έξω από το σπίτι. Η καρδιά μου πάει να σπάσει. Συγκρατούμαι και δεν ορμάω στην πόρτα για να τον υποδεχτώ και να μάθω τι συνέβη. Έχει παρκάρει, αλλά δεν κάνει κάποια κίνηση να βγει έξω από το αμάξι. Αυτή η απροθυμία σημαίνει συναγερμό μέσα μου. Κάτι δεν πάει καλά...

ΛυκαυγέςDonde viven las historias. Descúbrelo ahora