ΚΕΦΑΛΑΙΟ 25

44 10 17
                                    

Σε τρεις μέρες θα υποδεχθούμε το 2018. Η βραδιά του ρεβεγιόν στην έπαυλη του Βαλιώτη μοιάζει να απέχει ένα αιώνα από το σημερινό πρωϊνό. Μετά τον λανθασμένο συναγερμό, η διασκέδαση συνεχίστηκε κανονικά. Φρόντισα να αποφύγω όσο μπορούσα την επαφή με τους οικοδεσπότες μας. Προς έκπληξή της, πλησίασα την κυρία βιομηχάνου και κρεμάστηκα από το στόμα της σχεδόν μέχρι να φύγουμε. Όσο κι αν περίμενα κάποια ένδειξη ότι η φυγή της Ραΐσα και της Μάσα έχει γίνει αντιληπτή, τίποτα δεν υπέπεσε στην αντίληψή μου εκείνο το βράδυ. Ή δεν το κατάλαβαν πριν αναχωρήσουμε με τον Νικόλα ή έκαναν έρευνες για να τις βρουν αθόρυβα. Όπως και να έχει, όποτε και αν το αντιλήφθηκαν, το σημαντικό είναι ότι τα δύο κορίτσια είναι ασφαλή στο Μαρούσι, μακριά από τον τύραννό τους.

Σε αυτές πηγαίνω τώρα. Οδηγώ το αυτοκίνητό μου ακούγοντας μουσική και μουρμουρίζοντας τους στίχους του τραγουδιού που παίζει το ραδιόφωνο. Μετά από πολύ καιρό, είμαι για πρώτη φορά χαρούμενη, με ανάλαφρη διάθεση. Είχαμε συμφωνήσει με την Αθηνά ότι θα ήταν φρόνιμο να μην αποκλίνω του συνηθισμένου προγράμματός μου για κανά δυο μέρες. Έτσι, θα έδιωχνα από πάνω μου ενδεχόμενες υποψίες για συμμετοχή μου στην απόδραση των γυναικών, στην περίπτωση που κάποιος σκεφτόταν κάτι τέτοιο. Φάγαμε, λοιπόν, με τους γονείς του Νικόλα, είδαμε φίλους, βγήκαμε. Συνηθισμένα Χριστούγεννα μιας συνηθισμένης οικογένειας.

Φτάνω κοντά στο σπίτι όπου φιλοξενούνται, μεταξύ άλλων, οι δύο κοπέλες από την Ουκρανία. Παρκάρω και μπαίνω σε ένα μαγαζί που γνωρίζω ότι έχει και πίσω πόρτα. Κάνω ότι κοιτάω τα ρούχα της εταιρείας, ενώ στην πραγματικότητα παρατηρώ μήπως υπάρχει κάποιος που δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για μένα. Θέλω να είμαι απολύτως βέβαιη ότι δεν παρακολουθούμαι. Κατευθύνομαι προς την πίσω μεριά του καταστήματος, ανοίγω την πόρτα και πηγαίνω με βιαστικό βήμα προς το Κέντρο που μένουν η Ραΐσα και η Μάσα.

Με το που μπαίνω και τις βλέπω, νιώθω όλη την πίεση του τελευταίου μήνα να εξατμίζεται. Όλη η αγωνία, όλος ο κίνδυνος, όλη η αηδία που με συντρόφεψαν την περίοδο που πέρασε εξανεμίζονται μπροστά στο χαμόγελο των κοριτσιών. Δεν πρόκειται για ένα βαθύ χαμόγελο. Δεν μπορούν να πιστέψουν ακόμα ούτε οι ίδιες πως για πρώτη φορά μετά από μια ολόκληρη ζωή είναι ελεύθερες. Μπορεί να είναι αναγκασμένες να κρύβονται, περιορισμένες σε ένα σπίτι, μα είναι ελεύθερες να κάνουν ό,τι θέλουν. Κανείς δεν παίζει τον Θεό με την μοίρα τους, καθορίζοντας πότε θα κάνουν ο,τιδήποτε.

ΛυκαυγέςWhere stories live. Discover now