ΚΕΦΑΛΑΙΟ 40

47 9 16
                                    

Κλείνω το ανθοπωλείο και πηγαίνουμε προς το σπίτι. Όσο και αν εκείνος δεν το παραδέχεται, είμαι βέβαιη ότι η εμμονή του με την κυρά-Χρυσούλα έχει απώτερο στόχο να την διαγράψει από πιθανή ύποπτη διαρροής της πραγματικής μου ταυτότητας. Δεν έχει πειστεί ότι η ηλικιωμένη γυναίκα δεν θα έβαζε ποτέ σε κίνδυνο συνειδητά ένα άλλο άτομο.

- Λευθερίτσα μου, τι κάνεις τόσο νωρίς σπίτι; με ρωτάει πριν περάσουμε καν το κατώφλι, ενώ κοιτάζει εξεταστικά τον άντρα που με συνοδεύει.

- Καλημέρα σας, κυρία μου, παρεμβαίνει ο Πέτρος πριν προλάβω να μιλήσω. Λέγομαι Πέτρος Αργυρίου και είμαι φίλος της Ελευθερίας.

- Κάτσε, παλικάρι μου, του προτείνει. Οι φίλοι της Ελευθερίας μου είναι πάντα ευπρόσδεκτοι. Έχω έτοιμη σπιτική λεμονάδα, δεν πιστεύω να αρνηθείς να σε φιλέψω...

- Ευχαριστώ, είστε πολύ ευγενική.

Η κυρά-Χρυσούλα πάει προς την κουζίνα, ενώ με προτρέπει να πάω στον κήπο να φέρω το σάλι της, γιατί το ξέχασε εκεί. Πάω έξω, αλλά δεν το βρίσκω πουθενά. Ούτε στην καρέκλα που συνήθως κάθεται και πλέκει, ούτε στο τραπεζάκι, κοντά στα ραφτικά της. Επιστρέφω στο σαλονάκι, για να της πω ότι μάλλον το έχει αφήσει στο δωμάτιό της. Η σκηνή που αντικρύζω όταν μπαίνω μέσα με κάνει να θέλω να σκάσω στα γέλια. Η κυρά-Χρυσούλα απειλεί με μια καραμπίνα τον Πέτρο και τον έχει αναγκάσει να κρατάει τα χέρια του ψηλά.

- Μην ζυγώνεις, Ελευθερία μου! Αλήθεια λέει τούτος εδώ;

- Τι κάνεις εκεί κυρά-Χρυσούλα; Άσε το όπλο κάτω πριν πάθουμε κανένα κακό. Δεν είναι εχθρός, σε διαβεβαιώ, της λέω μόλις καταφέρνω να συνειδητοποιήσω τι συμβαίνει.

Η γυναίκα συνεχίζει να κρατάει την καραμπίνα απειλητικά. Δεν πείθεται από τα λόγια μου.

- Από πού τον ξέρεις; Ποτέ άλλοτε δεν έχει έρθει φίλος σου να σε δει. Ελευθερία μου, πες μου την αλήθεια. Αν είναι από τους κακούς, τον κρατάω εγώ, πήγαινε φέρε τον αστυνόμο.

Δεν προλαβαίνω να την διαβεβαιώσω για άλλη μια φορά ότι ο Πέτρος δεν αποτελεί απειλή, όταν ακούγονται γέλια. Στην αρχή είναι ένας πνιχτός ήχος, σαν κάποιος να προσπαθεί να κρύψει ότι θέλει να γελάσει, αλλά σύντομα τα γέλια γίνονται βροντερά, εκπλήσσοντας τόσο εμένα όσο και την γριά γυναίκα με το όπλο.

- Άκου την, κυρά-Χρυσούλα μου, γιατί είμαι πολύ κουρασμένος για να κάθομαι με τα χέρια ψηλά, εντάξει; λέει ο Πέτρος γελώντας δυνατά.

ΛυκαυγέςWhere stories live. Discover now