ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13

50 11 15
                                    

- Το επόμενο πρωί ξύπνησα έχοντας την έντονη αίσθηση ότι κάποιος με παρακολουθεί. Άνοιξα τα μάτια μου και τότε είδα εκείνον, για πρώτη φορά. Καθόταν σε μια πολυθρόνα απέναντι μου και με παρατηρούσε. Τρόμαξα. Πετάχτηκα από το κρεβάτι και ζάρωσα σε μια γωνία, κρατώντας σφιχτά το σεντόνι πάνω στο σώμα μου. Εκείνος δεν αντέδρασε, δεν έκανε καμιά κίνηση. Απλώς, καθόταν εκεί και με κοιτούσε. 

Λίγα λεπτά πέρασαν έτσι. «Είσαι πολύ όμορφη, μικρή μου Ραΐσα», μου είπε. Αυτά ήταν τα πρώτα λόγια που άκουγα μετά από μια ολόκληρη μέρα. Το σπάσιμο της σιωπής θα έπρεπε να με χαροποιεί, αλλά το βλέμμα του με έκανε να νιώθω αμήχανα, άσχημα. «Ευχαριστώ, κύριε», απάντησα. 

Και πάλι σιωπή. Σιωπή και παρατήρηση. «Άσε το σεντόνι να πέσει στο πάτωμα», με διέταξε. Φορούσα ένα σχεδόν διάφανο νυχτικό με αρκουδάκια. Δεν ήθελα να υπακούσω στην διαταγή του, μα δεν ήθελα να τον θυμώσω. Από ένστικτο καταλάβαινα ότι η άρνησή μου θα τον θύμωνε. Μετά από ένα μικρό δισταγμό, υπάκουσα. «Ωραία! Πολύ ωραία!» είπε και έγλειψε τα χείλη του. 

Ήμουν δώδεκα χρόνων. Δεν ήξερα τίποτα για άντρες και γυναίκες, αλλά ένιωθα ότι κάτι κακό θα συμβεί. Τον είδα να σηκώνεται και να με πλησιάζει. Πριν φτάσει σε μένα, σταμάτησε, κάθισε στο κρεβάτι και μου είπε τους όρους της συνεργασίας μας, έτσι την αποκάλεσε... «Σε αγόρασα. Οπότε πλέον μου ανήκεις. Είμαι ο ιδιοκτήτης σου. Οφείλεις να με υπακούς τυφλά και χωρίς αντιρρήσεις. Δεν μου αρέσει να μου φέρνουν αντιρρήσεις. Καταλαβαίνεις τι σου λέω μέχρι στιγμής;» με ρώτησε. Όλη αυτή την ώρα, μιλούσε χαμηλόφωνα. Σχεδόν προσπαθούσα να τον ακούσω. Εξακολούθησε στον ίδιο τόνο. «Βγάλε το νυχτικό σου. Θέλω να σε ελέγξω». 

Στα λόγια αυτά πάγωσα. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι μου είχε πει να γδυθώ. Αυτός δεν ήταν γιατρός, σωστά; Γιατί, λοιπόν, να γδυθώ μπροστά του; «Αυτή είναι η πρώτη και η τελευταία φορά που ανέχομαι καθυστέρηση στην εκτέλεση των εντολών μου. Κατανοητό;» η φωνή του, πάντα ήρεμη και χαμηλή, με έβγαλε από τις σκέψεις μου. Αργά έβγαλα το νυχτικό. «Και το εσώρουχο!», διατάζει. 

Σύντομα, μένω τελείως γυμνή μπροστά του. Ένα μικρό κορίτσι, μόλις που άρχιζε να σχηματίζεται το σώμα μου. Με το χέρι του μου έδειξε να καθίσω δίπλα του. Δεν ήθελα, μα υπάκουσα. Παρόλο που μιλούσε ήρεμα, το ύφος του ήταν απειλητικό. Φοβόμουν. Πλησίασα, αλλά πριν προλάβω να κάτσω, με τράβηξε κοντά του. Τα μάτια του είχαν μια περίεργη έκφραση, που μέχρι τότε την είχα δει μόνο στον πατέρα μου όταν κοιτούσε την μαμά μου. Ενώ, όμως, εκείνο το βλέμμα με έκανε να χαζογελάω με τους γονείς μου, αυτό το βλέμμα μου είχε κόψει την ανάσα. «Έχω την εντύπωση ότι με φοβάσαι, μικρή μου Ραΐσα... Καλώς! Είναι ωραίο να με φοβάσαι!», είπε και με πέταξε πάνω στο στρώμα, πέφτοντας πάνω μου με όλο του το βάρος. Εκείνη ήταν η πρώτη φορά, από την ώρα που άρχισε να μου μιλάει, που ύψωσε τον τόνο της φωνής του. Μούγκριζε δυνατά, σαν ζώο, όσο με βίαζε. Δυο μέρες δεν βγήκε από την καμπίνα. Με εξανάγκασε σε απίστευτες ταπεινώσεις, χωρίς έλεος. Δεν μου μιλούσε, παρά μόνο για να μου δώσει μερικές εντολές, αν και ούτε αυτό ήταν απαραίτητο. Με τοποθετούσε όπως επιθυμούσε και μου έκανε ό,τι ήθελε. Δυο μέρες κόλαση. Με άφηνε μόνο για να πάει τουαλέτα και μετά επέστρεφε και με ταπείνωνε.

Η Ραΐσα δεν αντέχει και σπάει. Αρχίζει να κλαίει με λυγμούς. Αυτή είναι φυσική αντίδραση. Εκείνο που δεν είναι φυσικό είναι η προσπάθειά της να σταματήσει να κλαίει.

- Άσε τον εαυτό σου ελεύθερο. Το κλάμα μπορεί να μας γαληνέψει, της λέω, νιώθοντας χαζή ταυτοχρόνως. Έχει περάσει τόσα, μου έχει διηγηθεί μόλις τις πρώτες δυο μέρες του μαρτυρίου της, και εγώ θεωρώ ότι το ξέσπασμα σε κλάματα θα την ανακουφίσει;

- Όχι, λέει πεισματικά. Εκείνος ευχαριστιέται όταν κλαίω. Δεν θέλω να κάνω τίποτα που τον ευχαριστεί, ακούς; Τίποτα!

Την παίρνω αγκαλιά, διστακτικά στην αρχή. Φοβάμαι μήπως αποτραβηχτεί, αλλά εκείνη μοιάζει να έχει ανάγκη αυτή την αγκαλιά. Με αφήνει να την παρηγορήσω με ένα τρυφερό χάδι στα μαλλιά. Συνεχίζει την ιστορία της. Οι λεπτομέρειες που αφηγείται μου προκαλούν ανατριχίλα.

ΛυκαυγέςΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα