ΚΕΦΑΛΑΙΟ 48

43 8 22
                                    

Μετά την χθεσινή νεροποντή, ο σημερινός ήλιος μοιάζει να προσπαθεί να ανταμείψει τους Αθηναίους για την υπομονή που έδειξαν κατά την απουσία του. Συνήθως, το φως του μου φτιάχνει την διάθεση. Πάντα το έλεγα ότι δεν θα μπορούσα ποτέ να ζήσω σε χώρες όπως η Αγγλία, όπου η ζεστή αγκαλιά του ήλιου είναι σπάνια, αφού τις περισσότερες μέρες του χρόνου ο καιρός είναι μουντός. Σήμερα, ωστόσο, τον βλέπω μονάχα γιατί δεν είμαι τυφλή. Δεν νιώθω την θερμή παρηγοριά του, γιατί είμαι ακόμα εκνευρισμένη από τον καυγά μου με τον Πέτρο.

Όταν ανέβηκα στο δωμάτιό μου, ξεντύθηκα και πήγα να κάνω ένα καυτό μπάνιο, ελπίζοντας πως θα γλιτώσω το κρυολόγημα. Στην συνέχεια, αποσύρθηκα στο υπνοδωμάτιο και δεν ξαναβγήκα όλη την υπόλοιπη μέρα. Ξέρω, φέρθηκα σαν μωρό, αλλά δεν ήθελα να τον δω καν. Δεν μου αρέσει να με αδικούν και αυτός δεν κάνει τίποτα άλλο. Η εικόνα της γλυκιάς μου Αθηνάς με συγκράτησε από το να μαζέψω τα πράγματά μου και να επιστρέψω στο νησί.

Όσο και αν δεν μου αρέσει, κατανοώ την απροθυμία του να μιλήσει μαζί μου για το σχέδιό του. Αν και ο τομέας δημοσιογραφίας που υπηρετώ αγγίζει επικίνδυνα θέματα, ποτέ δεν συμπεριφέρθηκα επιπόλαια. Γνωρίζω τα όρια ανάμεσα σε ένα δημοσιογράφο και την αστυνομία. Δεν θέλησα σε καμιά περίπτωση να παίξω τον ρόλο του αστυνομικού. Ο Πέτρος, ωστόσο, δείχνει πάντα έτοιμος να πιστέψει το χειρότερο για μένα και αυτό με ενοχλεί.

Ακούω το κρεμμύδι και τον κιμά να διαμαρτύρονται από την επαφή τους με το καυτό λάδι. Τα ανακατεύω και ρίχνω την ντομάτα που έτριψα. Φτιάχνω μακαρονάδα. Αυτός ήταν ανέκαθεν ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζω το άγχος ή τον εκνευρισμό μου. Μαγειρεύω. Δεν είμαι η τέλεια μαγείρισσα, αλλά τα καταφέρνω αρκετά καλά. Σε λίγο θα βάλω να βράσω και τα μακαρόνια και το φαγητό δε θα αργήσει να ετοιμαστεί. Τι να κάνω; Αφού το πήρα απόφαση να φτάσω αυτή την ιστορία μέχρι το τέλος, θα συνεχίσω να ανέχομαι την στάση του «συνεργάτη» μου. Όσο πιο γρήγορα τελειώσουμε, τόσο πιο σύντομη θα είναι η συγκατοίκησή μας.

Ακούω την πόρτα να ανοίγει. Επέστρεψε ο αφέντης. Δεν του δίνω την παραμικρή σημασία. Είπαμε, θα ανεχτώ την στάση του, αλλά δεν θα κάνω και τεμενάδες όταν πατάει το πόδι του στο σπίτι. Τον αισθάνομαι να στέκεται στην πόρτα της κουζίνας και να με κοιτάει. Αν νομίζει ότι θα σπάσω πρώτη την σιωπή, είναι βαθιά νυχτωμένος. Όταν με πιάνουν τα μπουρίνια μου, είμαι ικανή να σπάσω τα νεύρα ακόμα και του Γκάντι. Και αφού ο άντρας που με παρατηρεί δεν είναι ο συγχωρεμένος, δεν έχει καμιά ελπίδα να με κάνει να νιώσω αμηχανία από το έντονο βλέμμα του.

ΛυκαυγέςWhere stories live. Discover now