ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

70 15 7
                                    

- Ραΐσα! ακούγεται μια θυμωμένη φωνή.

Στο άκουσμά της, η κοπέλα δίπλα μου παγώνει και με κοιτάει τρομαγμένη. Έχω αναγνωρίσει την φωνή που ακούστηκε. Είναι η Βαλιώτη. Μπορεί να μην μιλήσαμε πολύ την χθεσινή βραδιά, αλλά η λεπτή ένρινη φωνή της είναι χαρακτηριστική. Εκνευριστική σε όλα της. Η Ραΐσα μου κάνει νόημα να μην μιλήσω, να μην κάνω την παραμικρή κίνηση. Στην συνέχεια, τραβάει το καζανάκι, ανοίγει την πόρτα και βγαίνει έξω με ύφος δουλοπρεπές. Δόξα τω Θεώ για τους ψωνισμένους φραγκάτους που θέλουν ακόμα και στα μαγαζιά τουαλέτες μεγάλες σαν του σπιτιού τους και για τον φόρτο εργασίας που τώρα τελευταία δεν μου αφήνει χρόνο καν για να βάλω μια μπουκιά στο στόμα μου. Χάρη σε αυτά τα δύο στοιχεία, μπόρεσα να κολλήσω πίσω από την πόρτα και να μην γίνω αντιληπτή από την Βαλιώτη. Μπορεί να μην φαίνομαι, ωστόσο ακούω καθαρά όλα όσα λέγονται έξω από την τουαλέτα.

- Συγγνώμη, κυρία. Κάτι πρέπει να με πείραξε, συγ...

- Σκάσε, ανόητη, την διακόπτει η άλλη γυναίκα. Δεν με αφορά! Ας το έλεγες πριν φύγουμε από το σπίτι. Δεν είναι δυνατόν να σε αναζητώ! Τελείωνε!

Η Ραΐσα ψελλίζει ένα μάλιστα και βγαίνει από τις τουαλέτες μαζί με την Βαλιώτη. Εγώ κλείνω την πόρτα του θαλάμου, για να μην βρεθώ προ δυσάρεστης εκπλήξεως αν αποφασίσει να χρησιμοποιήσει τον συγκεκριμένο χώρο κάποιος, κατεβάζω το καπάκι και κάθομαι, προσπαθώντας να ανακτήσω την ηρεμία μου. Θέλω, επίσης, να αποφύγω ενδεχόμενη συνάντηση με την χθεσινοβραδινή μου οικοδέσποινα, κάτι που πιθανόν θα δημιουργούσε υποψίες και, εννοείται, μεγαλύτερα προβλήματα στην κοπέλα που μου εμπιστεύθηκε το μαρτύριό της.

Αφήνω ένα τέταρτο να περάσει, στην διάρκεια του οποίου ακούω διάφορα άτομα να μπαινοβγαίνουν. Μετά, αποφασίζω ότι ήρθε η ώρα να εγκαταλείψω κι εγώ την κρυψώνα μου. Θέλω απεγνωσμένα να βγω έξω, να αναπνεύσω καθαρό αέρα, να με χτυπήσει ο ήλιος στο πρόσωπο. Μονάχα όταν βρίσκομαι πλέον στο οδόστρωμα, νιώθω ασφαλής να αναπνεύσω άνετα ξανά. Απομακρύνομαι βιαστικά από το κατάστημα και αρχίζω να προχωράω στον δρόμο, χωρίς κάποιον συγκεκριμένο προορισμό.

Ακούω ένα αυτοκίνητο να κορνάρει και ένα οδηγό να βρίζει. Αντιλαμβάνομαι ότι απευθύνεται σε μένα. Είμαι τόσο χαμένη στον κόσμο μου, που δεν έχω καν καταλάβει ότι έχω κατέβει από το πεζοδρόμιο, βάζοντας σε κίνδυνο τόσο την δική μου ζωή όσο και των υπολοίπων. Απέναντι, διακρίνω ένα μικρό παρκάκι. Σέρνομαι ως εκεί και αφήνω το σώμα μου να πέσει βαρύ σε ένα παγκάκι. Γύρω μου, αισθάνομαι κόσμο να κάνει περίπατο, να μιλάει ξέγνοιαστα, να χαμογελάει, παιδιά να παίζουν. Όλα αυτά είναι, όμως, απλή αίσθηση. Δεν τα βλέπω πραγματικά. Εννοώ, έχω τα μάτια μου ανοιχτά, τα κοιτάζω, αλλά δεν τα βλέπω.

Στο κεφάλι μου έχουν αρχίσει χορό αμέτρητες απορίες, ερωτήματα που ζητούν απεγνωσμένα απαντήσεις, αλλά δεν είναι αυτό που με έχει φέρει σε αυτή την κατάσταση. Δεν είναι, άλλωστε, η πρώτη φορά που έρχομαι σε επαφή με την άσχημη πλευρά που μπορεί να δείξει ο άνθρωπος. Στο επάγγελμά μου, σε πολλές περιπτώσεις έχω αντιμετωπίσει τα χειρότερα δείγματα του ανθρώπινου είδους, άτομα εμετικά, γλοιώδη. Αυτό που με έχει τσακίσει σήμερα είναι το ύφος παραίτησης στο βλέμμα της Ραΐσα. Εγώ πλέον έχω συμβιβαστεί με την μοίρα μου... Τα ακριβή λόγια της κοπέλας επαναλαμβάνονται στο μυαλό μου, σαν ταινία που παίζει ξανά και ξανά.

Από την άλλη, θέλω να αδειάσω το στομάχι μου, στην σκέψη του μεγέθους του εγκλήματος του Βαλιώτη. Δεν μιλάμε για απλή απαγωγή, ούτε για απλή κακοποίηση, ούτε για απλό βιασμό - αν μπορεί να συνδυάσει κανείς το επίθετο απλός με λέξεις τόσο σιχαμερές όπως τα εγκλήματα που προανέφερα. Εδώ, όμως, πρόκειται για μια κατ' εξακολούθηση ατίμωση ενός κοριτσιού, σε όλα τα επίπεδα. Την τσακίζει σωματικά και ψυχικά σε καθημερινή βάση, γιατί αντλεί ευχαρίστηση κατακρεουργώντας ένα άλλο πλάσμα. Ή, μάλλον, πολλά άλλα πλάσματα, αφού δεν είναι μόνο η Ραΐσα.

Θέλω να βοηθήσω αυτή την κοπέλα, και το άλλο κορίτσι, του οποίου δεν πρόλαβα καν να μάθω το όνομα. Το θέλω περισσότερο από ό,τι άλλο έχω επιθυμήσει στην ζωή μου. Πρέπει, ωστόσο, να μάθω κι άλλες πληροφορίες. Δεν μπορώ να προβώ σε επίσημη καταγγελία, αφού δεν έχω καμιά απόδειξη για όλη αυτή την φρίκη. Πρέπει να ξαναμιλήσω με την Ραΐσα. Να της δείξω ότι δεν ήταν λόγια του αέρα όταν είπα ότι δε θα την αφήσω ξεκρέμαστη. Πώς, όμως, θα καταφέρω να έρθω εκ νέου σε επαφή μαζί της, την στιγμή που είναι πιο απομονωμένη κι από τον πρωθυπουργό; Και τότε, μου έρχεται η ιδέα! Σηκώνομαι αποφασιστικά και κατευθύνομαι προς το σπίτι. Ξέρω τι μπορώ να κάνω!

ΛυκαυγέςWhere stories live. Discover now