ΚΕΦΑΛΑΙΟ 26

41 8 14
                                    

Η Μάσα με κοιτάει αμίλητη. Δεν κάνει καμία κίνηση, μοιάζει να μην έχει καν συνειδητοποιήσει ότι έχασε τον έλεγχο της κύστης της, αλλά η αντίδρασή της αυτή στο τηλεφώνημα που μόλις έχει τελειώσει δεν μπορεί να παρερμηνευθεί. Πρέπει, όμως, να την ακούσω να αρθρώνει με λόγια την φρικτή υποψία που έχει παραλύσει το κορμί και το μυαλό μου. Επαναλαμβάνω την ερώτηση.

- Γνωρίζεις από κάπου αυτή την φωνή;

Η κοπέλα συνεχίζει να με κοιτάει, ενώ κουνάει καταφατικά το κεφάλι της, μα ακόμα δεν λέει ούτε κουβέντα.

- Πού την έχεις ακούσει; ρωτάω τόσο χαμηλόφωνα που εκπλήσσομαι που μπόρεσε να ακούσει τα λόγια μου.

- Ήταν εκεί, γκραφείο, πριν λίγκο μέρες... Ήταν άντρας που μιλούσε με άντρωπο που πήρε εμένα από χωριό μου και τον άλλο...

Νιώθω το κάθε κύτταρο του σώματός μου να θέλει να ξεκολλήσει από τα υπόλοιπα και να χυθεί στο πάτωμα. Ούτε που ξέρω πώς καταφέρνω να φτάσω μέχρι το κρεβάτι και να κάτσω, αλλά πιστεύω ότι είναι ο μοναδικός τρόπος να μην καταρρεύσω. Προσέχω ότι η Μάσα, για πρώτη φορά μετά το τηλεφώνημα, κινείται. Κάτι δεν πάει καλά. Κινείται μακριά μου. Συνειδητοποιώ ότι προσπαθεί να διατηρήσει μια απόσταση από μένα, ενώ αισθάνομαι την Ραΐσα να με κοιτάζει περίεργα. Αντιλαμβάνομαι πώς πρέπει να φαίνεται αυτό στα μάτια τους. Το μοναδικό άτομο που εμπιστεύτηκαν μετά από χρόνια χαριεντιζόταν πριν λίγα λεπτά με ένα συνεργάτη του βασανιστή τους. Θέλω να τις καθησυχάσω, μα μοιάζω ανίκανη να αρθρώσω έστω μια λέξη.

- Ο άντρας σου..., ξεκινάει να λέει η Ραΐσα, που καταφέρνει να ανακτήσει γρηγορότερα και από τις τρεις μας μέρος της ψυχραιμίας της.

Κόβει την πρότασή της, καθώς φαίνεται να μην ξέρει τι ακριβώς να μου πει. Τα λεπτά περνούν και, αν κοίταζε κάποιος μέσα στο δωμάτιο, θα νόμιζε ότι είμαστε ζωντανός πίνακας. Ακίνητες, χαμένες στις σκέψεις μας. Προσπαθώ μάταια να μιλήσω, μα στο κεφάλι μου στροβιλίζεται ένας κυκεώνας από στιγμές που έχω ζήσει χωρίς να κατανοήσω την πραγματική τους σημασία όταν συνέβησαν και τώρα έρχονται να χλευάσουν την αφέλειά μου.

Θυμάμαι τον Νικόλα να μοιάζει αμήχανος όταν του έλεγα πόσο περήφανη με κάνει, μόνο που γνωρίζω πλέον ότι δεν επρόκειτο για αμηχανία, μα για επίγνωση της εντελώς διαφορετικής πραγματικότητας. Αναλογίζομαι τον εκνευρισμό του όταν με βρήκε να μιλάω μονάχη με το τέρας στο κατάστρωμα εκείνο το βράδυ και αντιλαμβάνομαι ότι δεν ήταν η κολακευτική ζήλεια του αλλά η ατιμωτική συνέργειά του που τον είχε οδηγήσει στην συγκεκριμένη αντίδραση. Κατόπιν, τόσα υπονοούμενα... Από την μία θέλω να ξεσπάσω σε γέλια, ενώ ταυτοχρόνως νιώθω έντονη επιθυμία να κλάψω με λυγμούς. Τρελαίνομαι. Οι κοπέλες απέναντι, όμως, δεν φταίνε σε τίποτα. Έχουν περάσει τόσα πολλά και οφείλω, τους οφείλω, να συνέλθω. Έστω για λίγο, όσο είναι απαραίτητο να τις ηρεμήσω, να τις διαβεβαιώσω ότι είναι ασφαλείς.

- Δεν ήξερα τίποτα, ψελλίζω.

Το ύφος μου είναι η καλύτερη απόδειξη, μάλλον. Δείχνουν να με πιστεύουν. Τους υπενθυμίζω πόσο διακινδυνέψαμε όλες μαζί πριν τρία βράδια και τους επισημαίνω πως είμαι με το μέρος τους, ως το τέλος, χωρίς όρους. Με πλησιάζει η Ραΐσα και ακουμπάει απαλά το χέρι της στον ώμο μου.

- Λυπάμαι, λέει απλά.

Στην συνέχεια, βγαίνει με την Μάσα από το δωμάτιο. Πάνε στο μπάνιο, για να πλυθεί η κοπέλα. Με αφήνουν μόνη, στο κρεβάτι, να προσπαθώ να χωνέψω την καινούρια εξέλιξη. Κάθομαι εκεί, σαν χαμένη, δίχως την παραμικρή αίσθηση του χρόνου. Λίγο αργότερα - ή και πολύ, δεν ξέρω -, έρχεται η Αθηνά.

- Έλα, γλυκιά μου. Πάμε σπίτι μου. Όλα θα πάνε καλά. Στηρίξου πάνω μου.

Με οδηγεί έξω. Αφήνομαι στα χέρια της σαν άψυχη κούκλα. Μπαίνουμε στο αμάξι της για να φύγουμε. Έχει το χέρι της στην μίζα όταν δείχνω το πρώτο σημάδι αντίδρασης. Η κραυγή που βγάζω σκίζει την ατμόσφαιρα μαζί με τα σωθικά της καλύτερης μου φίλης. Μετά, κλείνω τα μάτια μου και ρίχνω το κεφάλι πίσω στο κάθισμα.

ΛυκαυγέςWhere stories live. Discover now