ΚΕΦΑΛΑΙΟ 22

45 10 14
                                    

Η έπαυλη του Βαλιώτη είναι φωταγωγημένη και υποδέχεται απόψε, για το χριστουγεννιάτικο ρεβεγιόν, τους προσκεκλημένους του ζεύγους. Είναι η πρώτη φορά που βρίσκομαι εδώ μετά την βραδιά που έμελλε να ξεκινήσει αυτή η ιστορία. Πόσο διαφορετική είμαι απόψε από εκείνη την εκδήλωση! Από το πρωί ανυπομονούσα για αυτή την στιγμή. Επιτέλους, θα μπει ένα τέλος στο μαρτύριο της Ραΐσα και της Μάσα. Γιατί δεν δέχομαι καν να σκεφτώ πως κάτι μπορεί να στραβώσει στο σχέδιο. Η αποτυχία, πολύ απλά, δεν είναι επιλογή.

- Αγαπητέ μου! Καλωσήρθατε! Χριστίνα, επιτρέψτε μου να εκφράσω τον θαυμασμό μου, είστε εκθαμβωτική, μας υποδέχεται ο Βαλιώτης, με το συνηθισμένο υπεροπτικό ύφος του.

Η σκέψη ότι σε λίγες ώρες αυτή η υπεροψία θα δεχθεί τεράστιο πλήγμα συγκρατεί την αηδία που μου προκαλεί το χειροφίλημά του. Μέχρι που καταφέρνω να του χαμογελάσω, απορώντας κι εγώ η ίδια με τις υποκριτικές μου ικανότητες.

- Είστε πάντα τόσο ευγενικός, λέω.

- Δεν πρέπει να παραπονιέστε απόψε. Το φως που τόσο εκτιμάτε έχει πλημμυρίσει τον χώρο, μου λέει, κάνοντας σαφή αναφορά στην συζήτηση που είχαμε πριν ένα μήνα περίπου στο κατάστρωμα στο κότερό του.

- Τι λέτε; ρωτάει απορημένος ο Νικόλας.

- Α, τίποτα σημαντικό. Η Χριστίνα έχει δηλώσει οπαδός του φωτός και την πειράζω. Με συγχωρείτε, τώρα, πρέπει να πάω να φροντίσω και τους άλλους καλεσμένους μας. Θα τα ξαναπούμε αργότερα.

- Τι λέει αυτός;

- Αναφέρεται στην χαζοσυζήτηση που κάναμε πάνω στο κότερο εκείνη την βραδιά που δεν είχα ύπνο. Εκείνος δήλωνε απερίφραστα ότι του αρέσει το σκοτάδι κι εγώ, ξέρεις πόσο μου αρέσει να κοντράρω άτομα που δεν πολυσυμπαθώ, του αντέτεινα ότι το φως είναι πιο δυνατό. Άσκοπες συζητήσεις ανθρώπων που πάσχουν από αϋπνία.

Ο Νικόλας κοιτάει σκεφτικός προς την μεριά του οικοδεσπότη. Γυρίζει προς το μέρος μου και μου λέει:

- Ο Βαλιώτης, αγάπη μου, δεν κάνει άσκοπες συζητήσεις. Αν σου είπε εκείνο το βράδυ ότι προτιμάει το σκοτάδι είναι γιατί αυτή είναι η αλήθεια.

- Τι εννοείς με αυτό, ρωτάω θορυβημένη από το σοβαρό και συννεφιασμένο ύφος του.

Αργεί να μου απαντήσει. Είναι η πρώτη φορά, πάντως, που τον ακούω να εκφράζεται με επιφύλαξη για τον Βαλιώτη.

- Μην μου δίνεις σημασία, Χριστίνα μου! Λοιπόν, αρκετά μιλήσαμε για τον οικοδεσπότη. Χορεύετε, ωραία μου κυρία; με ρωτάει, χρησιμοποιώντας την προσφώνηση που παραπέμπει στο γνωστό μιούζικαλ.

Αυτή η έκφραση με γεμίζει πάντα ζεστασιά. Μου θυμίζει τον τρόπο που γνωριστήκαμε. Ήταν σε ένα θερινό κινηματογράφο, κατά την διάρκεια ενός διήμερου αφιερώματος στην Ώντρει Χέιμπορν. Καλά, δεν με βλέπει κανείς και αμέσως σκέφτεται ότι έπεσε πάνω στην σωσία της παλιάς γοητευτικής ηθοποιού. Η προσήλωση, όμως, με την οποία παρακολουθούσα την ταινία, τράβηξε την προσοχή του Νικόλα. Εγώ παρακολουθούσα την ταινία, εκείνος παρακολουθούσε εμένα. Στο διάλειμμα, ήρθε και μου μίλησε. Συνειδητοποιήσαμε τα κοινά μας ενδιαφέροντα, πέραν της αγάπης μας για τον κινηματογράφο, και κολλήσαμε. Στις αποσκευές της κοινής μας πορείας πήραμε και την ταινία. Άλλοι ακούν μια μελωδία και αμέσως λένε «το τραγούδι μας». Ε, εμείς έχουμε την «ταινία μας». Τον αφήνω να με οδηγήσει δίπλα στα ζευγάρια που ήδη στροβιλίζονται υπό τον ήχο της ορχήστρας που παίζει ζωντανή μουσική.

Η βραδιά κυλάει όπως αναμένεται από ένα ρεβεγιόν. Οι προσκεκλημένοι χορεύουν, απολαμβάνουν τα πλούσια εδέσματα και την εκλεκτή ποικιλία κρασιών που έχουν φροντίσει να υπάρχουν οι οικοδεσπότες και κάνουν τις συνηθισμένες ελαφριές συζητήσεις. Βρίσκονται όλοι σε εορταστική διάθεση. Δυστυχώς, με εντόπισε γρήγορα η κυρία βιομηχάνου που με είχε ζαλίσει και την προηγούμενη φορά που είχα βρεθεί στον ίδιο χώρο. Υποψιάζομαι ότι δεν είμαι η μόνη που την βρίσκει πληκτική μέχρι θανάτου, γιατί διακρίνω την προσπάθεια πολλών κυριών να την αποφύγουν. Εγώ έχω βρει έναν όμορφο τρόπο για να τα καταφέρω. Δεν έχω αφήσει χορό για χορό. Ο κακόμοιρος ο Νικόλας απορεί με την έντονη χορευτική μου διάθεση και βάζει τα γέλια μόλις του εμπιστεύομαι τον πραγματικό λόγο που κυριολεκτικά λιώνω τα γοβάκια μου.

Αυτό, όμως, δεν μπορεί να συνεχιστεί αιωνίως. Υποτάσσομαι στο πεπρωμένο και αφήνω τον Νικόλα να μιλήσει με μια παρέα κυρίων που γνωρίζει. Όλη αυτή την ώρα, κοιτάω το ρολόι μου διακριτικά. Τα μεσάνυχτα πλησιάζουν. Η στιγμή φτάνει. Ακουμπάω προσεκτικά την κοιλιά μου. Εκεί βρίσκονται προσαρμοσμένες οι περούκες που θα χρησιμοποιήσουμε. Δώδεκα παρά τέταρτο. Όπως θα έλεγαν και οι φίλοι μας οι Αμερικάνοι, show time!

ΛυκαυγέςWhere stories live. Discover now