ΚΕΦΑΛΑΙΟ 56

42 9 11
                                    

Το επόμενο πρωί με βρίσκει ξάγρυπνη, να κοιτάω από το κρεβάτι μου τον ήλιο που ανατέλλει. Δεν μπόρεσα να κλείσω μάτι όλη νύχτα. Σκεφτόμουν την έκβαση της συνάντησης του Πέτρου με τον Προμηθευτή. Πόσο κοντά βρεθήκαμε στο να δοθεί ένα τέλος στην υπόθεση, πώς τελικώς ο εγκληματίας εκείνος ήταν τόσο πορωμένος ώστε προτίμησε να γράψει τον δικό του επίλογο στην ιστορία. Επιπλέον, αναλογίζομαι πώς ένιωσα μόλις αντιλήφθηκα ότι ο άντρας που βρίσκεται στο διπλανό υπνοδωμάτιο ήταν ελαφρώς χτυπημένος.

Είχα καταλάβει χθες βράδυ ότι κάτι είχε στραβώσει μόλις είδα πως ο Πέτρος παρέμενε μέσα στο αμάξι. Όταν αποφάσισε να βγει και να έρθει σπίτι, τον περίμενα υπομονετικά, ανακουφισμένη που ήταν καλά. Τουλάχιστον, δεν είχε πάθει κάτι. Η έκφρασή του την στιγμή που μπήκε στο σαλόνι μαρτυρούσε ότι δεν είχε καλά νέα να μου ανακοινώσει.

- Είσαι καλά; τον ρώτησα.

- Όπως το πάρει κανείς...

- Κάτσε! Να σου φέρω κάτι να πιεις;

- Ένα ουίσκι είναι αυτό που χρειάζομαι.

Του έβαλα να πιει, περίεργη για την εξέλιξη που είχε υπάρξει. Έκανα, ωστόσο, υπομονή και περίμενα να πάρει τον χρόνο του και να μου μιλήσει όταν θα ήταν έτοιμος. Μόλις του έδωσα το ποτήρι, πρόσεξα ότι σήκωσε το χέρι να το πάρει με λίγη δυσκολία. Τρομοκρατήθηκα πως είχε χτυπήσει, μα με καθησύχασε, αφού επρόκειτο για ένα επιπόλαιο τραυματισμό. Τότε ήταν που μου ανακοίνωσε ότι ο Προμηθευτής ήταν νεκρός.

- Τι συνέβη; ζήτησα να μάθω.

Στο μυαλό μου έχουν καταγραφεί τα λόγια του με αξιέπαινη ακρίβεια.

- Φτάσαμε στο σημείο συνάντησης και αναμέναμε το καθίκι να φτάσει και εκείνο. Ήταν ακριβής στην ώρα του. Με το που ανέβηκε στο κότερο και με είδε, σφίχτηκε, αφού δεν με αναγνώριζε. «Δεν είσαι ο Μαντάς!» είπε διαπιστώνοντας ότι δεν ήμουν το άτομο με το οποίο είχε κλείσει ραντεβού. Τον διαβεβαίωσα ότι το αφεντικό μου δεν παραβρίσκεται ποτέ αυτοπροσώπως σε τέτοιες συναντήσεις, ότι τον εκπροσωπώ εγώ. Του είπα δε πως αν δεν βρίσκει της αρεσκείας του αυτό τον διακανονισμό, να κάνει μεταβολή και να φύγει. Με μέτρησε με το βλέμμα του και πήρε την απόφαση να συνεχίσει με την αγοραπωλησία. Τα πεντακόσια χιλιάρικα που είχαν ήδη μπει στον λογαριασμό του έκαμψαν την καχυποψία του. Τηλεφώνησε στον συνεργάτη του που βρισκόταν σε ένα μικρό και γρήγορο σκάφος κάπου κοντά και λίγα λεπτά αργότερα ανέβηκε στο κότερο ένα άλλο κάθαρμα με ένα κορίτσι στα χέρια του. Το κοριτσάκι ήταν πειθήνιο, σε βαθμό ανησυχητικό. Τρόμαξα με την παθητικότητα με την οποία ακολουθούσε τον άντρα που το ανέβασε στο κότερο. Γι' αυτό ρώτησα, ώστε να βεβαιωθώ πως δεν το έχουν πειράξει. «Δεν κλαίει, ούτε διαμαρτύρεται. Γιατί;». Τότε, το κάθαρμα μου απάντησε με θράσος ότι ναρκωμένα είναι πιο υπάκουα. Επέμεινα, για να ενισχύσω την βιτρίνα που πουλούσα και για να είμαι απολύτως βέβαιος ότι το παιδί ήταν καλά. «Δεν πιστεύω να είναι κανένα αρρωστιάρικο. Στο αφεντικό μου αρέσει να αντιστέκονται». Σιχαινόμουν τον εαυτό μου με αυτά που ξεστόμιζα, αλλά έπρεπε να παίξω τον ρόλο μέχρι τέλους, να κοιμίσω τις αντιστάσεις του Βάντο και του συνεργάτη του. Εκείνη την στιγμή, ο Προμηθευτής μου πρότεινε να το εξετάσω, για να μην έχω καμιά αμφιβολία για την ποιότητα του προϊόντος. Έτσι, εμφανίστηκε η Τζένιφερ, υποτίθεται η γιατρός που θα εξέταζε το παιδί. Το απομάκρυνε με ασφάλεια και άφησε το πεδίο ελεύθερο για μένα και τους άλλους συναδέρφους. Με το κορίτσι εκτός κινδύνου, κινηθήκαμε με ταχύτητα και καταφέραμε να συλλάβουμε και τους δυο, χωρίς να ανοίξει ρουθούνι. Παρόλο που έμοιαζε να έχει αποδεχτεί την ήττα του, έβλεπα στο βλέμμα του Βάντο ότι έβραζε από θυμό. Του επεσήμανα πως θα ήταν αφελές εκ μέρους του να πιστεύει ότι θα τον βοηθούσαν οι πελάτες του, πως τα ποντίκια εγκαταλείπουν το πλοίο που βυθίζεται και ότι αν συνεργαζόταν, θα λαμβανόταν υπόψη η βοήθειά του. Εκείνος έκανε ότι το σκεφτόταν, μα στην πραγματικότητα ετοιμαζόταν για την μεγάλη έξοδο... Έκανε μια κίνηση απελπισίας, ορμώντας απότομα προς την μεριά μου για να με αφοπλίσει. Ήταν γρήγορος ή η απελπισία τον έκανε ταχύ. Ακολούθησε πάλη, πάνω στην οποία το όπλο εκπυρσοκρότησε, στέλνοντάς τον αναμφίβολα στην κόλαση όπου και ανήκει.

- Δόξα τω Θεώ, σώθηκε το κοριτσάκι, του είπα ανακουφισμένη.

Εκείνος δεν συμμερίστηκε τα συναισθήματά μου. Ήταν χαρούμενος, φυσικά, που δεν έπεσε άλλο ένα παιδί στα νύχια αυτών των τεράτων, μα ο Προμηθευτής με τον θάνατό του επιμήκυνε την αγωνία μας σχετικά με το κλείσιμο της ιστορίας. Η θλιμμένη όψη του Πέτρου με αναστάτωσε. Τον πλησίασα και τον αγκάλιασα δειλά. Δεν ήταν ερωτικό αγκάλιασμα, αλλά μια προσπάθεια να του μεταδώσω λίγη αισιοδοξία. Ποια, εγώ! Που είχα πάψει να πιστεύω σε αυτό το συναίσθημα μετά την προδοσία του Νικόλα. Αυτός, όμως, ο άντρας που καθόταν περίλυπος στο σαλόνι με ένα ποτήρι ουίσκι στα χέρια έχει κατορθώσει με τον ευθύ, καθάριο χαρακτήρα του να φέρει στην επιφάνεια την παλιά Χριστίνα, που χαμογελούσε με το παραμικρό, που πίσω από κάθε κλειστή πόρτα έβλεπε μια ευκαιρία να ανοίξει ένα παράθυρο.

- Δεν θα κερδίζουν πάντα οι κακοί, Πέτρο, του ψιθύρισα καθησυχαστικά.

Ανταποκρίθηκε στο αγκάλιασμά μου, αποζητώντας την ζεστασιά του σώματός μου.

- Το ξέρω, Χριστινάκι.

Ο χαϊδευτικός τρόπος που με αποκάλεσε μου άρεσε πολύ. Μετά το φιλί του το πρωί, ήταν πλέον εμφανές ότι είχαμε περάσει σε μια άλλη φάση στην σχέση μας. Υπήρχε πια μια οικειότητα μεταξύ μας που μου ζέσταινε την καρδιά.

- Τι κάνουμε τώρα; τον ρώτησα.

- Συνεχίζουμε την έρευνα για τον Χαρίτογλου. Τουλάχιστον, δεν ξέρουν ότι τον έχουμε αναγνωρίσει ως μέλος αυτού του βρώμικου κυκλώματος.

Τον ένιωσα να διστάζει. Ήταν προφανές ότι ήθελε να προσθέσει κάτι που τον στενοχωρούσε. Πέρασαν λίγα λεπτά μέσα στην σιωπή. Καθόμασταν αγκαλιασμένοι, χωρίς να μιλάμε, σαν να μοιραζόμασταν την οικειότητα που υπάρχει ανάμεσα σε ένα ζευγάρι που είναι μαζί για πολλά χρόνια. Τελικώς, μου είπε αυτό που τον βάραινε.

- Τώρα πια, φοβάμαι ότι είναι μονόδρομος η συνάντησή σου με τον Βαλιώτη...

ΛυκαυγέςWhere stories live. Discover now