ΚΕΦΑΛΑΙΟ 71

48 7 23
                                    

Βρίσκομαι καθηλωμένη στην καρέκλα, μονάχη, μέσα στο άγνωστο δωμάτιο και προσπαθώ να σκεφτώ τι πρόκειται να συμβεί. Η αλήθεια είναι, όμως, ότι το μυαλό μου έχει παραλύσει. Νιώθω ανίκανη να κάνω την παραμικρή λογική σκέψη. Περνούν από τον νου μου όλα τα γεγονότα που με οδήγησαν σε αυτό το μέρος˙ η Ραΐσα, η Μάσα, η προδοσία του Νικόλα, ο θάνατος της Αθηνάς, ο ερχομός του Πέτρου...

Η εικόνα του τελευταίου σφηνώνεται στο κεφάλι μου. «Δεν γίνεται, δεν μπορεί να γραφτεί με τέτοιο τρόπο το τέλος της ιστορίας! Θεέ μου, βοήθησέ με!» Η μοίρα που με περιμένει με τρομάζει. Σκέφτομαι αν θα προτιμούσα να μην έχω βγει ποτέ από την κρυψώνα μου, στον νησί, με τους καινούριους φίλους που με αγκάλιασαν εκεί, αλλά γνωρίζω πολύ καλά πως δεν θα άντεχα για πάντα μια τέτοια ζωή. Η ηρεμία της καθημερινότητας στο ανθοπωλείο και κοντά στην κυρά-Χρυσούλα ήταν ό,τι ακριβώς χρειαζόμουν εκείνη την περίοδο, μα είχε ημερομηνία λήξης. Το συνειδητοποίησα μόλις επέστρεψα στην Αθήνα, όταν άρχισα να κάνω πάλι έρευνες.

Οι σκέψεις μου διακόπτονται από τον ήχο πυροβολισμών. Πίσω από την κλειστή πόρτα κάποιοι ανταλλάσσουν πυρά. «Είναι δυνατόν;», αναρωτιέμαι. «Δεν μπορεί να είναι ο αγοραστής για τον οποίο μιλούσε το κάθαρμα...», σκέφτομαι με μια μικρή ελπίδα να γεννιέται μέσα μου. Ξέρω πως είναι σχεδόν αδύνατο να έχει έρθει κάποιος να με σώσει, αλλά δεν μπορώ να αντισταθώ στην ελπίδα αυτή.

«Αστυνομία! Άσε κάτω το όπλο! Τώρα!» ακούγεται μια φωνή που δεν μπορώ να αναγνωρίσω εξαιτίας της σύγχυσής μου και της πόρτας που παρεμβάλλεται. Ανακουφισμένη, ωστόσο, συνειδητοποιώ ότι το θαύμα για το οποίο προσευχόμουν έχει γίνει. Δεν ξέρω πώς, ούτε με νοιάζει, αλλά η αστυνομία κατάλαβε εγκαίρως ότι ο Μάριος πέρασε στην άλλη πλευρά και με βρήκαν. Με αναπτερωμένο ηθικό κοιτάω επίμονα την πόρτα. Εύχομαι να ανοίξει και να μπει κάποιο φιλικό πρόσωπο. Δεν έχει εξαλειφθεί ο κίνδυνος. Δυστυχώς, ο Βαλιώτης μοιάζει με τις κατσαρίδες. Δεν εξολοθρεύεται εύκολα...

Εν τω μεταξύ, οι πυροβολισμοί έξω έχουν αραιώσει, αλλά δεν έχουν σταματήσει πλήρως. Αν το τέρας καταφέρει να μπει ξανά εδώ μέσα, τα πράγματα θα είναι άσχημα. Τα καθάρματα που βρίσκονται στριμωγμένα αντιδρούν απρόβλεπτα. Ο Βαλιώτης οπλισμένος και με μένα όμηρο είναι μια σκέψη που παγώνει το αίμα μου.

«Σκρόφα! Εσύ τους οδήγησες σε μένα!» ακούγεται η φωνή του Βαλιώτη ανησυχητικά κοντά στην κλειστή πόρτα. Μα σε ποια αναφέρεται; Σύντομα, ακούω μια γνώριμη, αγαπημένη φωνή, να απειλεί τον Βαλιώτη να πετάξει το όπλο του και να σηκώσει τα χέρια του ψηλά. Μια ζεστασιά απλώνεται σε όλο το σώμα μου. Μέχρι πριν λίγη ώρα, φοβόμουν πως δεν θα ξανάκουγα ποτέ τον Πέτρο. Να, όμως, που είναι μερικά μέτρα μακριά μου.

ΛυκαυγέςWhere stories live. Discover now