ΚΕΦΑΛΑΙΟ 67

47 7 17
                                    

Έχουν περάσει δυο εβδομάδες από την αντιπαράθεσή μου με τον Βαλιώτη και τα γεγονότα που ακολούθησαν. Βάζοντας σε εφαρμογή το σχέδιο των Καλπάκη και Μάλαμα, έχω γράψει ήδη το άρθρο και αναμένουμε τις εξελίξεις. Εν τω μεταξύ, ο Πέτρος δεν με αφήνει ούτε στιγμή μόνη μου. Βρίσκομαι συνεχώς υπό το άγρυπνο βλέμμα του, ενώ μια φορά που χρειάστηκε να παραβρεθεί προσωπικώς σε μια σύσκεψη στην Γ.Α.Δ.Α., ήρθε ο Κώστας να κάνει την νταντά μου. Δεν παραπονιέμαι, φυσικά! Αισθάνομαι ασφάλεια γνωρίζοντας πως έμπειροι επαγγελματίες με προστατεύουν.

Ο καιρός έξω είναι ζεστός. Παρόλο που έχουμε ανοιχτά τα παράθυρα και είναι ακόμα πρωί, νιώθω τα ρούχα μου να κολλάνε πάνω μου. Προβλέπεται θερμή μέρα κι αυτό δεν οφείλεται αποκλειστικά στις υψηλές θερμοκρασίες, αλλά και στην αποψινή εκπομπή που αναμένεται να ασκήσει επιπλέον πίεση στον Βαλιώτη. Στην σκέψη της εκπομπής αυτής, νιώθω την αδρεναλίνη να ανεβαίνει. Αδημονώ να τελειώσουν όλα. Θέλω να ξαναρχίσω να ζω, χωρίς να σκέφτομαι τον Βαλιώτη και τους ομοίους του. Φοβάμαι, μήπως δεν κατορθώσουμε τίποτα, αλλά ελπίζω πως αυτή την φορά θα γκρεμιστεί το τέρας από τον θρόνο στον οποίο κάθεται.

Ο Πέτρος εξετάζει κάποιους φακέλους από μία άλλη υπόθεση. Όσο και αν θα το ήθελε, δεν μπορεί να αφήσει τις άλλες ιστορίες που εκκρεμούν χωρίς να ασχολείται και με εκείνες. Μάλλον αισθάνεται ότι τον κοιτάζω, γιατί σηκώνει το βλέμμα του και διασταυρώνονται οι ματιές μας. Έχοντας κάνει μια σιωπηρή συμφωνία, δεν μιλάμε για τα αισθήματα που σιγοκαίνε ανάμεσά μας. Ωστόσο, διακρίνω στα μάτια του όλη την τρυφερότητα που νιώθει. Ή, τουλάχιστον, που νομίζω ότι νιώθει. Α, ρε Νικόλα! Δεν ξέρω αν θα μπορέσω ποτέ να εμπιστευθώ άντρα ξανά...

Ξαφνικά, ακούμε την εξώπορτα να ανοίγει. Ο Πέτρος σηκώνεται αμέσως, πιάνοντας αυτομάτως το όπλο του που το έχει πάντα πάνω του, και κατευθύνεται προς την πόρτα, ενώ μου κάνει νόημα να μείνω εκεί που κάθομαι αμίλητη. Χτυπάει το κουδούνι.

- Παιδιά, ο Άλκης είμαι, ακούγεται μια γνώριμη φωνή.

Ο Πέτρος ανοίγει επιφυλακτικά την πόρτα και βλέπει τον άντρα της Αθηνάς και φίλο του να στέκεται εκεί, χαμογελαστός.

- Εγώ είμαι, ντε. Μην πυροβολήσεις! πειράζει τον Πέτρο, όταν βλέπει την θήκη του όπλου του.

- Άλκη! Πόσο χαίρομαι που σε βλέπω, λέω ορμώντας προς το μέρος του.

Εκείνος με παίρνει στην αγκαλιά του και στεκόμαστε έτσι, αμίλητοι, για λίγη ώρα. Θα έλεγε κανείς ότι προσπαθούμε να καλύψουμε με αυτή την παρατεταμένη αγκαλιά όλο τον καιρό που έχουμε να βρεθούμε. Σε αυτό το άγγιγμα, βάζω όλη την αγάπη μου για τον φίλο που έχω να δω ενάμιση χρόνο, όλη την θλίψη μου για την απώλεια της γυναίκας του και του αγέννητου παιδιού του. Εκείνος, από την μεριά του, με κρατάει σφιχτά, γιατί είμαι ένα κομμάτι του ευτυχισμένου παρελθόντος του, η κολλητή της αγαπημένης του, η μόνη που μπορεί να τον νιώσει.

ΛυκαυγέςOù les histoires vivent. Découvrez maintenant