Η πρώτη αγάπη

5.8K 535 120
                                    


Tρεις βδομάδες μετά


Τρεις ολόκληρες εβδομάδες έχουν περάσει και ακόμα δεν κατάφερα να μείνω μόνος μαζί της. Πέρασα μερικές φορές απο το σπίτι της. Δεν γουστάρω να βλέπω τα μούτρα της μάνας της. Ούτε αυτή χαίρεται που με βλέπει άλλωστε. Δεν λέει να με αφήσει λεπτό μόνο μαζί της. Φοβάται λέει. Δεν ξέρω ποιόν. Εμένα ή την κόρη της?

Σήμερα ήρθα πάλι σπίτι της. Σε μερικές μέρες είναι ο γάμος. Αγόρασα κουστούμι με τον πατέρα μου. Της πήρα δαχτυλίδι κι ένα χρυσό σταυρό. Αν είχα λεφτά θα της αγόραζα κι άλλα. Θέλω να είναι όμορφη εκείνη την ημέρα. Θέλω να την δούνε όλοι και να νιώσει περήφανη και να μην σκύβει το κεφάλι απο ντροπή. Δεν θέλω να ντρέπεται. Κανένας δεν μπορεί να την φτάσει. Κι ας με συχαίνεται. Το βλέπω στο πρόσωπο της, στα μάτια της ζωγραφισμένο. Της είναι ανυπόφορο να στέκομαι δίπλα της. 

Σήμερα θα βγούμε έξω . Οικογενειακώς. Κανένας μας δεν θέλει να το κάνει. Αλλά η μάνα της λέει πως θα κλείσουν πολλά στόματα. Στ'αρχίδια μου τους γράφω όλους. Αλλά αν νιώσει καλύτερα η Παρασκευή με αυτό θα το κάνω. 

Τις περιμένουμε στην πόρτα να βγούνε . Πρώτα βλέπω την μάνα της. Σκυνθρωπή ντυμένη στα μαύρα. Και απο πίσω εκείνη. Αδύνατη πολύ, ντυμένη με ένα μαύρο φόρεμα. Θέλω να την δω ντυμένη στα λευκά. Θέλω να την πάρω απο το γαμώσπιτο. Με κοιτά φευγαλέα μέσα στα μάτια. Ένα δευτερόλεπτο με κοίταξε και πάλι γύρισε το βλέμμα μακριά. Ούτε την ματιά της δεν μου χαρίζει. Θέλω τόσο να της μιλήσω.

Στέκεται μπροστά μου.

"Φεύγουμε?" η φωνή της μάνας της μουντή. Όπως τα μούτρα της και όλα εδώ μέσα. Η Παρασκευή κρατά σφιχτά ένα μικρό τσαντάκι. Το σφίγγει αδέξια στα χέρια της και της πέφτει κατά λάθος κάτω. Το σηκώνω βιαστικά και της το δίνω. Τα δάχτυλα μου ίσα που ακούμπησαν τα δικά της. Όλο το κορμί μου νιώθει πως πήρε φωτιά σε μια στιγμή. Με ένα άγγιγμα της. Με ένα γαμημένο άγγιγμα μπορεί να με στείλει στην κόλαση.

"Παρασκευή.." θέλω να της πω οτι είναι όμορφη. Αλλά δεν γουστάρω μπροστά σε άλλους. Αυτό είναι προσωπικό μου. Δικό μου και της Παρασκευής αυτές οι κουβέντες. 

Τους βάζω όλους στο αυτοκίνητο. Μπροστά κάθεται ο πατέρας και πίσω οι γυναίκες. Απο τον καθρέπτη μου κοιτάω εκείνη. Την κοιτάω επίμονα και ο πατέρας μου με χτυπά νευρικά στο πόδι.

"Θα σκοτωθούμε γιέ μου" 

Παρολαυτά συνεχίζω και την κοιτάω. Τα μάτια και τα χείλη της. Ο τρόπος που αγγίζει με το μέτωπο της το τζάμι του αυτοκινήτου. Δείχνει βυθισμένη στις σκέψεις της. Άραγε να θυμάται? Σε αυτό το αυτοκίνητο την είχα αγκαλιά μου. Με αυτό το αυτοκίνητο πριν χρόνια την είχα γυρίσει απο εκείνο το πάρτυ.

H ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΥΛΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΕΤΑΙWhere stories live. Discover now