Χωρίς λογική

5.4K 545 125
                                    

Έχουν περάσει τρείς ώρες που έχω επιστρέψει και δεν λέει να φανεί. Κάθομαι στην πολυθρόνα του καθιστικού. Απο εδώ ακούω κάθε θόρυβο της πολυκατοικίας. Κάθε φορά που ακούω το ασανσέρ να φτάνει στον όροφο του σπιτιού μας σηκώνομαι πάνω ξεφυσώντας και σαν περάσουν λεπτά και δεν ακούσω το κλειδί της πόρτας να γυρνάει κάθομαι πάλι πίσω ακόμη πιο αναστατωμένος.

Ίσως δεν έρθει..αλλά είναι αργά..αν γυρίσει με εκείνον? Αν μπει στο σπίτι αγκαλιά με άλλον ? Με εκείνον? Ξεφυσάω στην σκέψη. Όσο και να προσπαθώ να επεξεργαστώ αυτό το ενδεχόμενο μου είναι αδύνατο. Ελπίζω μόνο να επιστρέψει μόνη. Για το καλό όλων μας. Δεν μπορώ..δεν ξέρω. Σκατά. Απλά να επιστρέψει μόνη.

Ανακάθομαι στην πολυθρόνα. Έχει σκοτεινιάσει. Το διαμέρισμα τυλίχθηκε στο σκοτάδι αλλά όλα μπορώ να τα δω εδώ μέσα καθαρά. Τα μάτια μου συνήθισαν στο λιγοστό φως. Βλέπω το χερούλι της εξώπορτας ακίνητο σαν άγαλμα να μην γυρνάει. Γύρνα γαμώτο. Έλα. Ξεφυσάω ξανά. Το κεφάλι μου θα σπάσει. Θέλω να πιω τόσο πολύ και να καπνίσω. Ίσως να έβγαινα να πάρω κάτι να πιω. Μονάχα ένα ποτό. Κάτι να ηρεμήσει τα νεύρα μου. Ίσως μέχρι να επιστρέψω να έχει έρθει.

Σηκώνομαι πάνω, κρύβω τον σάκο μου πίσω απο τον καναπέ. Μετά το σκέφτομαι καλύτερα και τον βάζω στη μέση του καθιστικού. Καλύτερα να τον δει. Να ξέρει οτι ήρθα. Θα πεταχτώ στην κάβα. Θα πάρω και τσιγάρα. Θέλω να πάρω αέρα. Νιώθω ..δεν μπορώ άλλο να μυρίζω το άρωμα της. Με έχει μεθύσει αυτή η μυρωδιά. Έχει μεθύσει το κορμί μου απο εκείνη. Χωρίς να πιω. Χωρίς να την δω.

Βγαίνω στον δρόμο. Ο κρύος αέρας χτυπά στον πρόσωπο μου. Σκατά . Τίποτα δεν με κάνει να νιώθω καλύτερα. Βρίσκω μια κάβα . Παίρνω μια βότκα. Η βότκα δεν μυρίζει. Δεν θέλω να της μυρίζω. Παίρνω και τσιγάρα. Δεν θα καπνίσω . Αυτό της μυρίζει. Αγοράζω όμως δυο πακέτα. Βάζω ένα σε κάθε τσέπη μου και αγοράζω και δυο αναπτήρες. 

Γυρνάω πίσω. Δεν παίρνω το ασανσέρ. Ανεβαίνω τα σκαλοπάτια δυο δυο. Ίσως να έχει γυρίσει. Θα είδε τον σάκο μου. 

Γυρνάω το κλειδί. Σκοτάδι. Ο σάκος μου ακίνητος στην μέση του καθιστικού. Τον κλωτσάω και κάθομαι στην πολυθρόνα. Ξεβιδώνω το καπάκι της βότκας και πίνω απο το μπουκάλι. Το κρύβω πίσω απο την πολυθρόνα. Δεν θέλω να με δει με το μπουκάλι. 

Περνάει κι άλλη ώρα. Που σκατά γυρνάει..

Βγάζω το πακέτο. Ανάβω το τσιγάρο. Η καύτρα γυαλίζει στο σκοτάδι. Κοιτάω το τσιγάρο με ταχύτητα να καίγεται και σαν νιώθω το κάψιμο της τελευταίας τζούρας στα χέιλη μου ανάβω αμέσως άλλο. Και άλλο. Και βγάζω την βότκα πίσω απο την πολυθρόνα. Πίνω ξανά. Βρωμάω γαμώτο είμαι σίγουρος.

H ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΥΛΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΕΤΑΙKde žijí příběhy. Začni objevovat