Τα φαντάσματα της Παρασκευούλας

5.6K 498 128
                                    

Στην φώτο η Παρασκευούλα


Ταξιδεύω εδώ και ώρα με την μηχανή . Νιώθω πως απλά οδηγώ άσκοπα αλλά κατά βάθος ξέρω που πάω. Προσπαθώ να βάλω σε τάξη όλες μου τις σκέψεις , αλλά όλες γλιστράνε απο το νου μου σαν να κρατάω νερό και στο τέλος είναι σαν να μην σκέφτηκα τίποτα. Απλά οδηγάω και αναπνέω. Μου φαίνεται τόσο δύσκολο να συγκεντρωθώ σε κάτι άλλο.

Στο βάθος του νου μου παίζει η φιγούρα του Ματέο. Ως τώρα θα έχει βρει το σημείωμα. Ίσως έχει ανακαλύψει το βιντεάκι. Ίσως είναι θυμωμένος μαζί μου. Το στομάχι μου σφίγγεται σε αυτή την σκέψη και προσπαθώ να την αφήσω να γλιστρήσει παρέα με τις υπόλοιπες άπιαστες σκέψεις μου.

Όταν ο Ματέο είχε φύγει στην Γερμανία , βρέθηκα να μένω μόνη σε μια μεγάλη πόλη που δεν γνώριζα κανέναν. Είχα βέβαια μπει ήδη στο σώμα. Πολλές ώρες της ημέρας τις περνούσα στο μπαρ χαμογελαστή και ανέμελη, πολλές φορές φλερτάροντας με τον Ρόμαν, προσποιούμενη πάντα μια άλλη κοπέλα. Μα σαν επέστρεφα στο σπίτι μας , σε αυτό που ο Ματέο δεν υπήρχε αλλά η οσμή και οι μνήμες του γέμιζαν κάθε γωνιά , τότε ήταν σαν να άδειαζα και δεν υπήρχε κανέναν νόημα σε τίποτα. 

Οι ψυχολογικές διακυμάνσεις ήταν κάτι που δεν μπορούσα να διαχειριστώ. Όσο ήμουν μέσα σε κόσμο απλά χαμογελούσα και ήξερα τι έπρεπε να κάνω. Αλλά στην ησυχία του σπιτιού μας το μυαλό μου ολίσθαινε στους γονείς μου, στην ζωή που πέρασε και στο θάνατο που θα ερχόταν. Οι σκέψεις θανάτου ήταν τόσο έντονες αλλά τις αντιμετώπιζα με μια περίεργη απάθεια. Αλλά ήταν πάντα εκεί. Κάτι σίγουρα δεν πήγαινε καλά με εμένα. Όσο είχα τον Ματέο στην ζωή μου είχα κάτι να συγκεντρώνομαι αλλά χωρίς εκείνον ήμουν απλά ακυβέρνητη και οι σκέψεις μου άναρχες με κατέκλυζαν σε σημείο που δεν μπορούσα να πάρω ανάσα.

Η Τζο επιχειρούσε να με πάρει τηλέφωνο και εγώ απλά δεν το σήκωνα. Δεν ήξερα τι να πω. Απλά δεν ήξερα τι μου γινόταν. Σχεδόν ανυπομονούσα να βρεθώ με τον Ρόμαν και να δουλέψω στο μπαρ. Όταν δεν δούλευα δεν είχα ταυτότητα. Είχα απελπισμένα την ανάγκη να ορίζομαι.

Μια φορά επιχείρησα να επισκεφτώ ψυχολόγο. Στην αρχή δεν ήξερα τι να πω. Αλλά μετά μιλούσα συνέχεια. Νόμιζα οτι θα έλεγα για τον Ματέο αλλά σύντομα μιλούσα μόνο για τους γονείς μου. Θυμόμουν διάφορα απο την παιδική μου ηλικία. Η ψυχολόγος ήταν γυναίκα. Όταν έφτασα στο σημείο να κατακρίνω τους γονείς μου ένιωσα το επικριτικό της βλέμμα. Το να μην αγαπάς τους γονείς σου είναι ίσως κάποιο ταμπού. Θέλω να πω όλοι πρέπει να αγαπάμε τους γονείς μας. Αυτό ένιωσα στο βλέμμα της. Μια επίπληξη και μια δυσφορία. Ξεκίνησα να της λέω ψέμματα, να προσπαθώ να την κάνω να με συμπαθήσει, αποζητούσα κάτι καλό να μου πει,αποζητούσα  την εύνοια της, την αγάπη της. Σύντομα σταμάτησα να την επισκέπτομαι. Απλά δεν μου έκανε καλό. Ήταν σαν να έχω την μητέρα μου απέναντι μου. 

H ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΥΛΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΕΤΑΙWhere stories live. Discover now