~60~

118 27 9
                                    


~
Το σαββατοκύριακο έμεινα κλεισμένη στο δωμάτιο μου. Δεν είχα όρεξη να βγω έξω πόσο μάλλον να μιλήσω με κάποιον, όμως ένιωθα και αρκετά άρρωστη, οπότε κοιμόμουν της περισσότερες ώρες για να αναρρώσω γρήγορα πριν ξανά πάω για δουλειά. Θα ήταν μεγάλη ταλαιπωρία για εμένα να δούλευα κρυωμένη, κι δεν ήθελα να πάρω άδεια από τον πρώτο μου κιόλας μήνα.

Η δουλειά σήμερα τελείωσε από νωρίς μιας και ο καιρός ήταν πολύ κρύος για να έβγαινε ο κόσμος έξω. Ήμουν έτοιμη να φύγω όταν με σταμάτησε η φωνή του.

«Σαμάνθα.»

Μου φωνάζει κι εγώ γυρνάω προς το μέρος του καθώς με πλησιάζει «Μπέντζαμιν, όλα καλά; έλεγα να φύγω.» του απαντάω ενώ τον κοιτάω χαμογελαστή.

«όλα καλά μην ανησυχείς.» μου λέει χαλαρά «θυμήθηκα ότι μου χρωστάς μια έξοδο.» με κοιτάει με ένα πονηρό μα ταυτόχρονα ζεστό χαμόγελο «οπότε έλεγα να βγούμε αυτήν την βδομάδα αν έχεις χρόνο.»

Γέλασα αυθόρμητα με το βλέμμα του. Το σκέφτηκα για λίγο θυμούμενη πως είχα καταλήξει να του δώσω μια ευκαιρία, οπότε αποφάσισα να δεχτώ.

«Φυσικά.» του απάντησα λίγο πριν του χαμογελάσω.

Με κοιτάει ικανοποιημένος με ένα πλατύ χαμόγελο «ωραία. Περίμενε να πάρω το παλτό μου, θα σε πάω σπίτι σου.»

Μου λέει βιαστικά ενώ φεύγει πριν προλάβω να αρνηθώ.
Με άφησε μπροστά στην πολυκατοικία, κι αφού χαιρετηθήκαμε μπήκα μέσα στο κτήριο.
Ξεκλείδωσα την πόρτα του σπιτιού μου και μπήκα μέσα  κοιτώντας την Βιολέτα που στεκόταν κοντά στο παράθυρο της κουζίνας με ένα ενοχλημένο καχύποπτο βλέμμα.

«τι έπαθες εσύ;» την ρώτησα περίεργη ενώ έβγαζα το παλτό μου.

«γιατί σε έφερε αυτός;» με ρώτησε ενοχλημένη.

«γιατί; κακό είναι;» την ρώτησα γελώντας ενώ την πλησίαζα.

«Σαμάνθα, ξέρεις πολύ καλά ποια είναι η γνώμη μου γι’ αυτόν.»

Μου λέει ενώ με παρακολουθεί να ανοίγω το ψυγείο για να βγάλω ένα μπουκαλάκι νερό. Πίνω μια γουλιά και την κοιτάω.

«στο λέω τώρα για να μην φρικάρεις αργότερα. Σκέφτομαι να βγω μαζί του.» της λέει και προετοιμάζω τον εαυτό μου.

Επικίνδυνα Γοητευτικός "Jimin" Where stories live. Discover now