~73~

161 28 15
                                    

~

Με χτύπησε με δύναμη στο πρόσωπο φανερώνοντας την δύναμη του πάρα την ηλικία του. Παραπάτησα και πριν το καταλάβω δύο από τους άντρες του με είχαν αρπάξει από τα μπράτσα. Ένιωσα το πρόσωπο μου να τσούζει, όμως ήταν το τελευταίο που με ένοιαζε. Κούνησα τα χέρια μου, όμως με έσφιγγαν τόσο δυνατά που ήταν δύσκολο να ξεφύγω.

«Έντουαρντ τι θέλεις;» τον ρώτησα λίγο πριν τον κοιτάξω κατάματα «ο γιος σου πήρε αυτό που του άξιζε!» του απάντησα εξαγριωμένος.

Δέχτηκα μια δεύτερη γροθιά αυτήν την φορά στο στομάχι, κάτι που με έκανε να λυγίσω από πόνο. Τους έκανε νόημα πρώτου προχωρήσει προς της σκάλες και της ανέβει. Με έσυραν από τα χέρια στον επάνω όροφο και καταλάβαινα πως με οδηγούσαν στο γραφείο του πατέρα μου, το οποίο ήταν κλειστό εδώ και αρκετό καιρό εφόσον δεν τον χρησιμοποίησα ποτέ μου.
Ο ένας μου άφησε το χέρι για να το αρπάξει ο δεύτερος και κατευθύνθηκε με δύναμη προς την πόρτα όταν διαπίστωσαν πως ήταν κλειδωμένη. Έπεσε επάνω της σπάζοντας την με μεγάλη άνεση, από την στιγμή που ο άνθρωπος ήταν σαν ντουλάπα. Έκανε στην άκρη και ο Έντουαρντ μπήκε μέσα, με εμάς να τον ακολουθούμε από πίσω.

Πάρα το γεγονός πως προσπαθούσε να δείχνει ότι νοιάζεται για τον νεκρό γιο του και για τον θάνατο του, η αλήθεια ήταν πως είχε έρθει για έναν τελείως διαφορετικό σκοπό εδώ. Ο Έντουαρντ ήταν άνθρωπος που δεν έβαζε κανέναν πάνω από τον εαυτό του και τα λεφτά του. Τα λεφτά και η εξουσία ήταν το παν γι' αυτόν και σίγουρα η οικογένεια ήταν μια απλή βιτρίνα για τον ίδιο στον έξω κόσμο. Ο λόγος που τον χώρισε η μητέρα της Άλισον και που τον απομάκρυνε από τα παιδιά της, ήταν επειδή δεν ήταν άξιος για πατέρας. Δεν θα δίσταζε να τους κάνει κακό εάν αυτό τον οφελούσε.

«τουλάχιστον πες μου που έχεις τον Taehyung!» του μίλησα ενοχλημένος.

Γύρισε προς το μέρος μου και με κοίταξε παραξενευμένος «δεν είσαι σε θέση να με διατάζεις.» μου απάντησε αδιάφορος «για πες μου τώρα.» είπε καθώς έβγαζε το σακάκι του για να το αφήσει στην άκρη ώστε να μαζέψει τα μανίκια από το πουκάμισο του «που θα μπορούσε να κρύψει ο πατέρας σου σημαντικά έγγραφα;» με ρώτησε ενώ με κοιτούσε αυστηρά.

«δεν έχω ιδέα.» του απάντησα ξερά.

Ο άντρας που με κρατούσε από τα χέρια με χτύπησε στα πλευρά μου αρπάζοντας με από τα μαλλιά για να κοιτάξω και πάλι τον Έντουαρντ.

«ίσως αν σου δίναμε κάποιο σοβαρό κίνητρο να μάθαινες.» απάντησε ειρωνικά κάνοντας νόημα σε έναν από τους άντρες του ο οποίος βγήκε έξω από το δωμάτιο.

Στάθηκε στην μεγάλη τζαμαρία του δωματίου σκεπτικός και κοίταξε την θάλασσα που απλωνόταν από κάτω του.

«εάν θέλεις να με τιμωρήσεις για τον θάνατο του γιου σου απλά καν το.» του πρότεινα αδιάφορα λίγο πριν στραφεί προς το μέρος μου και με κοιτάξει «δεν έχω σκοπό να σε βοηθήσω σε τίποτα. Ότι κι αν είναι αυτό που χρειάζεσαι δεν έχω ιδέα που θα το βρεις, όμως και να ήξερα δεν θα σου έλεγα ποτέ από την στιγμή που δείχνεις τόσο απελπισμένος να το βρεις.» του είπα σχηματίζοντας ένα στραβό χαμόγελο στα χείλη μου.

Γέλασε σαρκαστικά με ένα διασκεδαστικό χαμόγελο στο πρόσωπο του «είσαι ίδιος ο πατέρας σου.» μου είπε γελώντας «έτσι ξεροκέφαλος ήταν κι αυτός, γι' αυτό και έφαγε το κεφάλι του παρασέρνοντας και την γυναίκα του.» είπε γελώντας με έναν εκνευριστικά ειρωνικό τρόπο.

Ένιωθα ήδη τον θυμό μου μέσα να αυξάνεται μόνο και μόνο επειδή έβαλε τον πατέρα μου στο στόμα του, δεν είχε αυτό το δικαίωμα. Προσπάθησα να ξεφύγω από τα χέρια του "σκύλου" του όμως μάταια, το κράτημα του ήταν γερό και σχεδόν επίπονο.

«βλέπεις Jimin ο πατέρας σου ήταν ένας..» το σκέφτηκε για λίγο σχεδόν αηδιασμένος «ένας άντρας που νοιαζόταν μόνο για την οικογένεια του. Δεν είχε όνειρα, φιλοδοξίες τον αρκούσαν μόνο όσα είχε. Πόσο αξιολύπητο.» διαπίστωσε αηδιασμένος.

«δεν έχεις κανένα δικαίωμα να τον βάζεις στο στόμα σου.» του γρύλισα θυμωμένος.

Με κοίταξε απειλητικά στα μάτια ορθώνοντας το ανάστημα του μπροστά μου «αν δεν είχε ανακατευτεί στης δουλειές μου δεν θα χρειαζόταν ποτέ να φτάσουμε σε αυτό το σημείο.» ξεφώνησε ενοχλημένος «αν δεν έχωνε την μύτη του εκεί που δεν έπρεπε, τώρα ίσως και να ζούσε.» παραδέχτηκε εκνευρισμένος.

Τον παρακολουθούσα για μια στιγμή έκπληκτος καθώς προσπαθούσα να επεξεργαστώ τα λεγόμενα του. Τον κοίταξα κατάματα μόλις τον άκουσα να γελάει με το έκπληκτο βλέμμα μου.

«τι νόμιζες πως ο Μπέντζαμιν ήταν ικανός να στήσει μια δολοφονία;» με ρώτησε γελώντας βαθιά ενώ έβλεπα το στήθος του να ανεβοκατεβαίνει βαριά.

Έσφιξα της γροθιές μου και δίνοντας μια αγκωνιά σε αυτόν που με κρατούσε έτρεξα προς το μέρος του Έντουαρντ. Μα πριν προλάβω βγάλανε όλοι τους τα όπλα σημαδεύοντας με. Ένιωσα ένα γερό χτύπημα στο πίσω μέρος από τα γόνατα μου, τα οποία λύγισαν ρίχνοντας με κάτω.

«θα μου το πληρώσεις αυτό.» του γρύλισα εξαγριωμένος ενώ έσφιγγα τα δόντια μου για να καλμάρω τον πόνο που μου προκαλούσαν «θα σε σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια για τον άδικο χαμό των γονιών μου.»

Έσκυψε μπροστά μου απλώνοντας το χέρι του προς το μέρος μου, με έπιασε από το πιγούνι και με έφερε στην ίδια ευθεία με το πρόσωπο του.

«ότι και να κάνεις είσαι αβοήθητος απόψε. Δεν θα σε βοηθήσει κανένας.» μου απάντησε σοβαρός «θα κάνεις αυτό που θέλω και στο τέλος θα σου φυτέψω μια σφαίρα στο κεφάλι ώστε να πας να συναντήσεις τους γονείς σου.» μου γρύλισε σχεδόν λυσσασμένα με ένα σαρκαστικό γελάκι.

Σηκώθηκε όρθιος και έκανε νόημα στους άντρες του να ψάξουν το δωμάτιο. Έριχναν τα πράγματα κάτω στο πάτωμα ενώ σκορπούσαν τα βιβλία από τα ράφια και από το γραφείο σπάζοντας οτιδήποτε μπορούσαν. Έσφιξα τα μάτια μου ερμητικά θυμούμενος τον πατέρα μου "συγνώμη μπαμπά, συγνώμη μαμά.". Ένιωθα αηδία, τρόμο, θυμό! Πως μπόρεσα να πιστέψω πως ο Μπέντζαμιν θα μπορούσε να τους κάνει κακό; αυτός τους αγαπούσε σαν δικούς του γονείς! Η θλίψη και ο πόνος με θόλωσαν, με τύφλωσαν σε σημείο που με έκαναν να πιστέψω στα λόγια της αστυνομίας τότε. Το τέρας που μου είχε στερήσει τους γονείς μου και τα παιδικά μου χρόνια ζούσε ατιμώρητος τόσο καιρό, κι τώρα βρισκόταν μπροστά μου.

Ο Έντουαρντ με πλησίασε και με άρπαξε από την μπλούζα σπρώχνοντας με κοντά στο γραφείο του πατέρα μου, κάτω από το οποίο ήταν το χρηματοκιβώτιο του.

«άνοιξε το.» μου πρόσταξε αγανακτισμένος.

Σήκωσα το βλέμμα μου και τον κοίταξα «γιατί να το κάνω;» τον ρώτησα ειρωνικά «πρώτα θέλω να αφήσεις ελεύθερο τον Tae.» του απάντησα αποφασισμένος να τα παίξω όλα για όλα.

Ήξερα πως μέσα στο χρηματοκιβώτιο υπήρχε το όπλο του πατέρα μου, την στιγμή που θα το άνοιγα θα μπορούσα να το πάρω στα χέρια μου και να κάνω αυτό το καθίκι να μετανιώσει για όσα έκανε στην οικογένεια μου.

Ο νεαρός που είχε βγει προηγούμενος από το δωμάτιο έμπαινε μέσα αρκετά ανήσυχος, καθώς πλησίαζε τον Έντουαρντ. Του ψιθύρισε στο αυτί, κάτι το οποίο τον έκανε να θυμώσει και να χάσει την υπομονή του. Τον χτύπησε με δύναμη στο πρόσωπο χωρίς εκείνος να αντιδράσει.

«ηλίθιοι, πως σας ξέφυγε;» τον ρώτησε λυσσασμένος.

Άρπαξα την ευκαιρία μου όση ώρα τον έβριζε και πληκτρολόγησα τον κωδικό για να ανοίξω το χρηματοκιβώτιο. Έβγαλα το όπλο από μέσα και σηκώθηκα όρθιος σημαδεύοντας τον. Τράβηξα την σκανδάλη για να διαπιστώσω πως ήταν άδειο.

Σαμάνθα

Τον είδα να κατεβαίνει της σκάλες και να χάνεται από μπροστά μου ώσπου μπήκα στο σπίτι κλείνοντας την πόρτα πίσω μου. Γιατί είχα αυτό το περίεργο αίσθημα, σαν κάτι βαρύ να πλακώνει τα στήθη μου; Ήμουν παρανοϊκή η όντως έδειχνε κάπως περίεργος μετά το τηλεφώνημα; τι πρόβλημα μπορούσε να έχει στο μαγαζί που να τον αναστάτωσε τόσο πολύ; κατάλαβα αμέσως πως απλά προσπαθούσε να μου κρύψει κάτι, πράγμα που μου κίνησε της υποψίες περισσότερο. Ίσως απλά είχα γίνει παρανοϊκή μετά από εκείνη την βραδιά.

Ξαφνικά της σκέψεις μου της διέκοψε το χτύπημα στην πόρτα κάνοντας με να πηδήσω από τρόμο. Μήπως επέστρεψε;
Άνοιξα βιαστικά την πόρτα για να αντικρίσω μια ψηλή ανδρική φιγούρα να με κοιτάζει κατάματα.

«Μπέν;» τον κοίταξα έκπληκτη μιας και δεν περίμενα να τον δω στην πόρτα του διαμερίσματος μου.

«μπορούμε να μιλήσουμε;» με ρώτησε σχεδόν απελπισμένος.

Έκανα στην άκρη για να μπορέσει να μπει μέσα και έκλεισα την πόρτα.

«τι συμβαίνει; που χάθηκες;» τον ρώτησα ανήσυχη.

Στάθηκε για λίγο πλάτη προς το μέρος μου αμίλητος, ώσπου γύρισε και με έχωσε στην αγκαλιά του.

«Μπέν τι συμβαίνει;» τον ρώτησα ανήσυχη.

Πριν το καταλάβω το χέρι του κάλυπτε τα χείλη μου με μια λευκή πετσέτα η οποία μύριζε φάρμακο.

«συγνώμη.» μου ψέλλισε πρώτου χάσω της αισθήσεις μου.

Άνοιξα δειλά τα μάτια μου νιώθοντας το κεφάλι μου βαρύ. Καταλάβαινα πως δεν ήμουν στο σπίτι μου και πως κινούμουν. Κοίταξα την ζώνη στο στήθος μου και ύστερα τον δρόμο μπροστά μου. Κατάλαβα έντρομη πως βρισκόμουν σε ένα άγνωστο αμάξι, λίγο πριν προσέξω τον Μπέντζαμιν στην θέση του οδηγού.

«Μπέν; τι σημαίνει; που με πας;» τον ρώτησα κάπως ζαλισμένη ακόμα.

«ξύπνησες;» με ρώτησε στοργικά αποφεύγοντας την ερώτηση μου.

«Μπέν τι μου έκανες;» τον ρώτησα μόλις θυμήθηκα πως με νάρκωσε.

«μην με φοβάσαι Σάμ, είμαι ο μόνος που δεν θα σου κάνει κακό.» μου απάντησε ρίχνοντας μου μια βιαστική μάτια.

«Μπέν τι λες; με νάρκωσες και με πηγαίνεις κάπου χωρίς την θέληση μου. Τι είναι όλα αυτά;» τον ρώτησα μπερδεμένη.

«θα σου τα εξηγήσω όλα.» μου είπε ενώ με κοιτούσε κατάματα «απλά τώρα πρέπει να βρούμε ένα μέρος για να σε κρύψουμε.» μου απάντησε σοβαρός και καταλάβαινα ότι φοβόταν.

«Μπέν σταμάτα το αμάξι, θέλω να κατέβω.» του ζήτησα ευγενικά νιώθοντας ήδη αρκετά τρομαγμένη με όλα αυτά.

«Σαμάνθα δεν καταλαβαίνεις;» μου απάντησε απότομα «κινδυνεύεις.»

«τι θα πει αυτό; θέλω να κατέβω από το αμάξι Μπέν. Σταμάτα τώρα!» του φώναξα αγανακτισμένη.

Φρέναρε απότομα στην άκρη του άδειου δρόμου και με κοίταξε. Έβγαλα την ζώνη μου και ήμουν έτοιμη να ανοίξω την πόρτα, όταν κλείδωσε το αμάξι. Προσπάθησα να την ανοίξω όμως μάταια. Γύρισα και τον κοίταξα αμίλητη, χωρίς να μπορώ να καταλάβω τον λόγο που φερόταν έτσι.

«θέλω να με ακούσεις πρώτα.» μου ψέλλισε ήρεμος «υπάρχει κάτι που πρέπει να μάθεις.»

«τι;» τον ρώτησα απότομα «πως εσύ σκότωσες τους γονείς του Jimin; η πως εσύ κρυβόσουν πίσω από την ενέδρα που στήθηκε εναντίον των αγοριών;» του μιλούσα και αυτός με κοιτούσε έκπληκτος στα μάτια «η πως εσύ ευθύνεσαι για την απαγωγή μου;» επέμενα και αυτός έδειχνε να μην πιστεύει σε αυτά που άκουγε.

«δεν μπορεί να πιστεύεις πως εγώ τα έκανα όλα αυτά.» μου απάντησε απελπισμένος «εγώ Σαμάνθα..» διέκοψε την κουβέντα του για να κοιτάξει κάπου αόριστα, αποφεύγοντας το βλέμμα μου «δεν θα μπορούσα ποτέ μου να σου κάνω κακό.»

«δεν σε πιστεύω.»

Του είπα ενώ κρατούσα μια μεγάλη απόσταση μεταξύ μας φοβούμενη για το τι θα μπορούσε να μου κάνει. Δεν ήμουν πλέον σίγουρη για τίποτα, πως μπορούσα να τον εμπιστευτώ μετά το σημερινό;

«πες μου την αλήθεια, έστω και για μια φορά.» του ψέλλισα αρκετά κουρασμένη μετά απ όλα αυτά.

Σήκωσε το βλέμμα του και με κοίταξε κατάματα με μάτια που γυάλιζαν στο σκοτάδι.

«θέλεις την αλήθεια;» με ρώτησε εκνευρισμένος αν και δεν περίμενε όντως να του δώσω μια απάντηση «νομίζεις πως εμένα μου ήταν εύκολο;» με ρώτησε πικραμένος «έμεινα κλεισμένος σε μια φυλακή για μια δολοφονία που δεν είχα διαπράξει ποτέ μου. Ξέρεις ποιος με έκλεισε εκεί μέσα;» με ρώτησε θυμωμένος «ο ίδιος μου ο πατέρας επειδή θέλησα να προστατέψω τους γονείς του Jimin αμέσως μόλις έμαθα πως ήθελε να τους κάνει κακό.»

Τον άκουγα αμίλητη, ενώ μπορούσα να διακρίνω την πίκρα και τον πόνο ανάμεσα στα λόγια του. Τα μάτια του ήταν θολά και με κοιτούσαν πληγωμένα.

«Και ο αγαπημένος σου αντί να με πιστέψει, άκουσε τα λεγόμενα αυτών που με κατηγορούσαν χωρίς λόγο. Δεν σου κρύβω πως όταν έμαθα για τον αδερφού μου, το μόνο που είχα στο μυαλό μου ήταν να κάνω όσους ήταν αναμιγνυόμενοι, να πληρώσουν για τον θάνατο του με την βοήθεια του άντρα που μου κατέστρεψε την ζωή, του πατέρα μου.» παραδέχτηκε ενώ με κοιτούσε «μετά όμως γνώρισα εσένα και με τον καιρό έμαθα την αλήθεια πίσω από τα γεγονότα εκείνης της βραδιάς.» είπε τελικά ξεφυσώντας «εγώ μπορεί να κατάλαβα της προθέσεις των παιδιών, όμως ο πατέρας μου δεν είναι τόσο κατανοητικός. Μόλις έμαθα ότι σε απήγαγαν, ήρθα αμέσως να σε βρω.» παραδέχτηκε δειλά «έτσι κατέληξες στο λιμανάκι και βεβαιώθηκα πως ο Jimin θα σε έβρισκε με ευκολία.»

Καταβαθος μέσα μου γνώριζα πως όντως κάποιος με είχε βοηθήσει να γλυτώσω εκείνη την βραδιά, ακόμα κι αν νόμιζα έως τώρα πως ήταν όλα μέσα στο μυαλό μου. Τον κοίταξα άφωνη νιώθοντας τον αέρα γύρω μου να με πνίγει. Το πρόσεξε και ο ίδιος γι' αυτό και ξεκλείδωσε το αμάξι και με βοήθησε να βγω έξω στον καθαρό, κρύο αέρα. Εισέπνευσα λαίμαργα τον αέρα γύρω μου για να μπορέσω να ηρεμίσω.

«δηλαδή εσύ με έσωσες.» απάντησα σκεπτική περισσότερο στον εαυτό μου πάρα στον ίδιο.
Σήκωσα το πρόσωπο μου και τον κοίταξα έκπληκτη «και το αποψινό;» τον ρώτησα νιώθοντας όλο και πιο τρομαγμένη με την ιδέα που είχε περάσει από το μυαλό μου «γιατί με ναρκωσες και με πήρες από το σπίτι μου έτσι ξαφνικά; γιατί απόψε;»

Ξεφύσησε αβέβαιος για το αν έπρεπε να μου απαντήσει η όχι, ώσπου μου μίλησε «απόψε ο πατέρας μου κανόνισε να τελειώσουν όλα, γι' αυτό και μου ζήτησε να έρθω να σε πάρω.» ψέλλισε νιώθοντας ντροπή μέσα του «όμως δεν έχω σκοπό να σε παραδώσω σε αυτόν.» μου απάντησε με σιγουριά ενώ με κρατούσε απαλά από τα μπράτσα.

Καταλάβαινα πως υπήρχε κάτι ακόμα που ήθελε να μου πει, όμως για κάποιον λόγο δίσταζε. Δεν ήμουν τόσο χαζή, ήξερα ακριβώς τι σήμαινε το αποψινό και σίγουρα είχε να κάνει με την περίεργη συμπεριφορά του Jimin.

«πες μου πως δεν εννοείς ότι έχει σκοπό να κάνει κακό στα αγόρια;» τον ρώτησα φοβισμένη καθώς τον παρατηρούσα να με κοιτάζει σιωπηλός «Μπέν μίλα!» του είπα απελπισμένη νιώθοντας τα μάτια μου να τσούζουν από τα δάκρυα που απειλούσαν να εμφανιστούν.

«λυπάμαι.» ψέλλισε μετανιωμένος καθώς έσκυβε το πρόσωπο του χαμηλά.

«όχι δεν μπορεί.» του απάντησα αρνούμενη να το δεχτώ αυτό «που έχει σκοπό να βρεθούν;» τον ρώτησα βιαστικά «Μπέν που έχει σκοπό ο πατέρας σου να τους συναντήσει;» τον ταρακούνησα για να τον αναγκάσω να με κοιτάξει ώστε να μιλήσει.

«τι περιμένεις να σου πω ακριβώς; πιστεύεις πως θα σε αφήσω να πας εκεί;» με ρώτησε ειρωνικά.

«Μπέν δεν έχεις το δικαίωμα.» του απάντησα ενοχλημένη «σε παρακαλώ πες μου, πρέπει να τους προλάβουμε.» τον παρακάλεσα νιώθοντας τα καυτά δάκρυα μου να τρέχουν στα μάγουλα μου.

Με τράβηξε στην αγκαλιά του και με αγκάλιασε σφιχτά.

«Μπέν σε παρακαλώ.» επέμενα κλαίγοντας.

Τραβήχτηκα από πάνω του και με κοίταξε κατάματα. Έμεινε σιωπηλός για αρκετή ώρα ώσπου αποφάσισε να με βάλει μέσα στο αμάξι. Έκανε μια αναστροφή για να γυρίσει στην πόλη από την οποία είχα διαπιστώσει προηγούμενος πως φεύγαμε.
...
Παρατήρησα πως μετά από λίγη ώρα πλησιάζαμε το σπίτι του Jimin ενώ διέκρινα μερικά αμάξια παρκαρισμένα μέσα στην αυλή. Πέρασε την πύλη και καθώς πλησιάζαμε μου ζήτησε να κρυφτώ. Με την άκρη του ματιού μου πρόσεξα πως δύο άντρες στεκόντουσαν μπροστά στην πόρτα του σπιτιού και συζητούσαν, όταν αντιλήφθηκαν το αμάξι του Μπέντζαμιν να τους πλησιάζει. Τα φώτα του ήταν δυνατά και σχεδόν τους τύφλωνε με αποτέλεσμα να δυσκολευόντουσαν να δουν μέσα στο αμάξι. Ξεκίνησαν να προχωράνε προς το μέρος του χαιρετώντας, την ώρα που κατέβαινε ο Μπέν. Δεν πέρασε ούτε ένα λεπτό όταν άκουσα βαριά μουγκρητά. Μόλις ανασηκώθηκα από το κάθισμα μου κοίταξα τον Μπέν που τοποθετούσε σε ένα αμάξι τα αναίσθητα κορμιά των αντρών. Μόλις τους κλείδωσε στο αυτοκίνητο, ήρθε προς το μέρος μου και άνοιξε την πόρτα μου για να σκύψει στο ντουλαπάκι μπροστά μου. Έβγαλε από μέσα το όπλο που είχε κρυμμένο και μου το έδωσε στο χέρι.

«σε περίπτωση που έρθει κάποιος.» μου είπε ενώ με κοιτούσε στα μάτια «μείνε εδώ.» μου πρόσταξε λίγο πριν κλείσει την πόρτα και με αφήσει μόνη, χωρίς να μου δώσει την ευκαιρία να αρνηθώ.

Τον κοίταξα να περνάει την είσοδο του σπιτιού και να χάνεται από το οπτικό μου πεδίο. Παρατήρησα το μέρος γύρω μου για να καταλάβω πως είχα μείνει τελείως μόνη μου έξω στο σκοτάδι. Τα δευτερόλεπτα περνούσαν αργά και βασανιστικά καθώς έμοιαζαν με λεπτά στο μυαλό μου. Πως μπορούσα να μείνω άπραγη και απλά να περιμένω εδώ έξω από την στιγμή πως γνώριζα πως ο Jimin ίσως και να κινδύνευε εκεί μέσα; τι έπρεπε να κάνω; να ακούσω τον Μπέντζαμιν και να μείνω εδώ έξω, η να μπω μέσα; ξέρω πως ο Jimin δεν θα ήθελε να κινδυνεύσω, όμως πως μπορούσα να ηρεμίσω από την στιγμή που ο φόβος έπαιζε με το μυαλό και της σκέψεις μου;

Εκείνη την ώρα ακούστηκε ένας πυροβολισμός και σχεδόν τραντάχτηκα ολόκληρη μέσα στο αμάξι. Κοίταξα έντρομη προς την μεριά του σπιτιού και ύστερα το όπλο στα χέρια μου. Άνοιξα την πόρτα και χωρίς δεύτερη σκέψη έτρεξα μέσα στο κτήριο.

Ακούστηκαν ομιλίες από τον επάνω όροφο οπότε κατευθύνθηκα προς τα εκεί. Ένιωθα τους χτύπους της καρδιάς μου να αυξάνονται και να λαχανιάζω καθώς ανεβαίνω τρέχοντας της σκάλες. Την ώρα που τους πλησίαζα πρόσεξα τον Μπέντζαμιν να παλεύει με έναν άντρα για να του πάρει το όπλο από τα χέρια, όμως τον χτύπησε με τόση δύναμη στο κεφάλι που απλά σωριάστηκε αναίσθητος στο πάτωμα.

«ανόητε, πως μπορείς και με προδίδεις για δεύτερη φορά;» τον άκουσα να του φωνάζει την ώρα που έμπαινα στο γραφείο.

Ολονών τα βλέμματα στράφηκαν προς το μέρος μου κι εγώ το μόνο που μπορούσα να δω ήταν τον Jimin να στέκεται όρθιος. Τον επεξεργάστηκα με τα μάτια μου για να βεβαιωθώ πως δεν είχε χτυπηθεί όταν πρόσεξα μια τρύπα από σφαίρα στην τζαμαρία πίσω του. Ανάσανα και πάλι κανονικά λίγο πριν συνειδητοποιήσω πως ήμουν περικυκλωμένη από κάτι περίεργους ντυμένους στα μαύρα.

«Η δεσποινίς Μπράουν να φανταστώ;» με ρώτησε ο άντρας που κρατούσε το όπλο στα χέρια του.

Άργησα λίγο όμως αναγνώρισα αμέσως αυτό το πρόσωπο και την κτιτική φωνή του.

«εσείς;» τον ρώτησα έκπληκτη καθώς δυσκολευόμουν να καταλάβω τι συνέβαινε. Τον παρατήρησα καλύτερα για να βεβαιωθώ πως όντως ήταν πελάτης μου στην δουλειά.

«αναρωτιόμουν τι ακριβώς σου βρήκαν οι γιοί μου, όμως τώρα καταλαβαίνω.» μου είπε καθώς με πλησίαζε.

«μην τολμήσεις και την αγγίξεις.» τον απείλησε θυμωμένος ο Jimin ενώ έκανε ένα βήμα προς το μέρος μας.

Ο άντρας αυτός σήκωσε το όπλο του και τον σημάδεψε την ώρα που με έσπρωχνε κοντά του. Κοίταξε φευγαλέα το όπλο στο χέρι μου και το άρπαξε με ένα ειρωνικό μειδίαμα στο χαμόγελο του.

«χαριτωμένο.» ψέλλισέ πετώντας το μακριά «αλήθεια πως θα ένιωθες αν έβλεπες τον αγαπημένο σου να πεθαίνει;» με ρώτησε σαρκαστικά ενώ με κοιτούσε.

Δεν τόλμησα να κουνηθώ, ούτε καν να τον αντικρίσω. Το σώμα μου είχε παγώσει και απλά αδυνατούσα να σκεφτώ το οτιδήποτε. Η ιδέα αυτή και μόνο με παρέλυε.

«η και το αντίθετο.» συμπλήρωσε κοιτώντας τον Jimin.

«καθίκι.» ψέλλισε εξαγριωμένος ενώ προσπάθησε να τρέξει κατά πάνω του, όταν ακούστηκε ένας δυνατός κρότος.

Παραπάτησε απότομα προς τα πίσω με μια χλωμή έκφραση στο πρόσωπο του και κοίταξε το στήθος του. Ένας κόκκινος λεκές ξεκίνησε να σχηματίζεται λίγο πριν ξανά ηχήσει ένας δεύτερος κρότος. Δημιουργήθηκε άλλος ένας κόκκινος λεκές λίγο πιο χαμηλά από τον πρώτο, λερώνοντας το λευκό του πουκάμισο.
Τα πόδια μου κοπήκαν στην μέση και ένιωθα πως δεν μπορούσα να ανασάνω. Μου φάνηκε σαν να πέρασαν αρκετά λεπτά κι ας ήταν μόνο μερικά δευτερόλεπτα, όταν ένας τρίτος πιο υπόκωφος πυροβολισμός τον πέτυχε ξανά στο στήθος. Του τίναξε το κορμί πάνω στην τζαμαρία η οποία άρχισε να γίνεται θρύψαλα και τέλος να σπάει παρασέρνοντας τον Jimin προς τα πίσω.

«όχι!» φώναξα κλαίγοντας καθώς έτρεχα προς το μέρος του.

Τα μάτια του απελπισμένα να με κοιτάνε κατάματα με ένα στραβό χαμόγελο και τέλος να κλείνουν για να βυθιστούν στο κενό. Στάθηκα στην άκρη της τζαμαρίας και κοίταξα χαμηλά την σκοτεινή μαύρη θάλασσα. Δεν υπήρχε κανένα ίχνος του.

Ένα ιδιαίτερα τεράστιο κεφάλαιο χαχαχ ελπίζω να σας αρέσει και μην ξεχνάτε να μου πείτε την γνώμη σας στα σχόλια και τι περιμένετε ότι θα συμβεί στο επόμενο και τελευταίο κεφάλαιο.
❤️ Επίσης άλλαξα το όνομα του πατέρα του Μπέντζαμιν σε Έντουαρντ*

Επικίνδυνα Γοητευτικός "Jimin" Nơi câu chuyện tồn tại. Hãy khám phá bây giờ