Κεφάλαιο 6

25 3 0
                                    

Ο Κωνσταντής ένιωθε τις φλέβες στα μηλίγγια του να σφυροκοπούν έτοιμες να σπάσουν. Ο ίδιος ήταν τόσο νευριασμένος που έμοιαζε με καζάνι γεμάτο με νερό που κόχλαζε. Μα πως ήταν δυνατό ο θείος του να μην τον καταλαβαίνει και να μην σέβεται την απόφαση που είχε πάρει, σκεφτόταν ο Κωνσταντής. Αναμφίβολα επρόκειτο για μια βιαστική απόφαση. Ήξερε όμως πολύ καλά ότι όφειλε να κάνει το χρέος του όπως πολλοί άλλοι είχαν πράξει νωρίτερα από εκείνον. Άλλωστε η οικογένειά του είχε ήδη πληρώσει βαρύ φόρο αίματος για την πατρίδα. Έτσι το να δειλιάσει μπροστά στον κίνδυνο ήταν πράγμα κατακριτέο για τον ίδιο.

Ίσως όμως κι αυτός να ήταν ο λόγος που ο θείος του δεν ήθελε ο Κωνσταντής για κανένα λόγο να συμμετάσχει στον πόλεμο αυτό. Όσο σκληρός και αψύς και να ήταν ο θείος του, βαθιά μέσα του φοβόταν μήπως η μοίρα έπαιρνε από αυτόν και τον Κωνσταντή. Ίσως ακόμα τα στεριανά χρόνια να είχαν καταφέρει κάπως να μαλακώσουν την ψυχή του καπεταν-Μιχάλη, ενώ εάν όλο αυτό συνέβαινε πολλά χρόνια νωρίτερα, ο ίδιος, να έδινε δίχως δεύτερη σκέψη τη συγκατάθεσή του στον ανιψιό του. Όπως όμως και να είχε ο Κωνσταντής είχε πάρει την απόφαση και καμία απαγόρευση δεν θα του άλλαζε μυαλά.

Το απόγευμα της ίδιας μέρας ο Κωνσταντής βγήκε να περπατήσει στους δρόμους της Πάτρας. Ίσως και να μην ξαναγύριζε ποτέ πίσω σκέφτηκε. Ίσως και να είχε την ίδια κατάληξη με τον αδερφό του. Παρόλα αυτά ο Κωνσταντής αντιμετώπιζε το θέμα αυτό με περισσότερη ψυχραιμία από ποτέ. Όμως, δίχως αμφιβολία, ο νέος αυτός αντίκριζε το επερχόμενο δειλινό με τρόπο αχόρταγο όπως θα έκανε και ένας θανατοποινίτης τις τελευταίες στιγμές της δόλιας του ζωής.

Καθώς ο Κωνσταντής ανηφόριζε σε κάποιον δρόμο, ο ήλιος που σκέπαζε στοργικά τα κτίρια της πόλης και το ίδιο του το κορμί, άρχισε να γέρνει και σιγά σιγά να χάνεται στο βάθος της θάλασσας κάνοντας το νερό να μοιάζει με υγρό μπρούντζο. Τα βήματα του Κωνσταντή σταμάτησαν στην είσοδο ενός νεκροταφείου. Αφού διέσχισε την έρημη πια είσοδο του τα βήματα του σταμάτησαν μπροστά από ένα μνήμα στην ταφόπλακα του οποίου ήταν γραμμένο το όνομα «Δημήτριος Αναγνωστόπουλος».

Στο μνήμα αυτό ήταν θαμμένος ο πατέρος του Κωνσταντή ο οποίος είχε σκοτωθεί σε κάποια μάχη του ατυχή ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Ο Κωνσταντής ακόμα θυμόταν τη μέρα που ο πατέρας του διέσχισε το κατώφλι του σπιτιού. Τη μέρα εκείνη που έφυγε χωρίς να γνωρίζει ότι το ταξίδι του εκείνο δεν θα είχε για εκείνον επιστροφή. Ένας κόμπος έφραξε το λαιμό του Κωνσταντή ο οποίος γονάτισε πάνω στον τάφο του πατέρα του.

«Πατέρα, σου ζητώ συγγνώμη που ποτέ μου δεν ήρθα να σου ανάψω το καντήλι όλα αυτά τα χρόνια. Δεν άντεχα να αντικρύσω ακόμη μια φορά τον τάφο αυτό. Να έρθω ξέροντας πως τη λεβεντιά σου την κατάπιε η κρύα άπονη γη. Ήμουν δειλός και το ξέρω καλά. Όμως πατέρα, τώρα σε έχω ανάγκη πιο πολύ από ποτέ. Αποφάσισα να πολεμήσω για την πατρίδα και δεν θα με σταματήσει ούτε ο θείος Μιχάλης ούτε κανείς άλλος! Το ορκίζομαι! Ήθελα να πάρω την ευχή σου και ήρθα. Μονάχα εσύ κι ο Αντώνης θα με καταλάβετε. Κανένας άλλος δεν πρόκειται! Δώσ' μου την ευχή σου και άμα σταθώ τυχερός στον πόλεμο ύστερα μπαρκάρω στα καράβια όπως υπολόγιζα. Αλλιώς έρχομαι να σε βρω, πατέρα!» είπε ο Κωνσταντής και σηκώθηκε από το μνήμα όπου γονάτιζε.

Στη συνέχεια δίχως καθυστέρηση κατηφόρισε πάλι τον ίδιο δρόμο και περπάτησε ως την ιχθυόσκαλα της πόλης. Εκείνη την ώρα τα θαλασσοπούλια έκοβαν όπως πάντα, κύκλους πάνω από την ακτή ενώ οι ψαράδες τακτοποιούσαν τα δίχτυα τους ώστε να είναι έτοιμοι για την αυριανή ψαριά.

Δίχως να το πολυσκεφτεί πλησίασε έναν απ' αυτούς και τον ρώτησε:

«Απόψε τα ξημερώματα θα με πας με το καΐκι σου ως το Μεσολόγγι;»

Τότε ο ψαράς έκπληκτος παράτησε τα δίχτυα του κάτω και αφού κοίταξε για λίγο τον Κωνσταντή είπε:

«Θα σε πάω παλικάρι εκεί που θες αλλά πρώτα θα πρέπει να με πληρώσεις»

«Εντάξει τότε. Πόσα θες για να με πας ως εκεί;» ρώτησε ο Κωνσταντής.

«Δέκα δραχμές μου αρκούν» απάντησε ο ψαράς.

«Πριν φύγουμε θα στις δώσω»

«Τότε στις 4 το πρωί να είσαι εδώ. Κι ένα λεπτό αν αργήσεις θα φύγω για ψάρεμα. Εντάξει, μικρέ;»

«Στις 4» απάντησε ο Κωνσταντής ο οποίος ξεκινούσε το δρόμο της επιστροφής για το σπίτι του ενώ την ίδια ώρα, ενώ νύχτωνε και το θαλασσινό αεράκι πάγωνε το σβέρκο του, το κύμα χτυπούσε ρυθμικά στην αμμουδιά. Μετά από κάμποση ώρα ο Κωνσταντής έφτασε σπίτι. Αφού μπήκε σπίτι αντάλλαξαν με το θείο του δυο βιαστικές κρύες ματιές χωρίς να πουν κουβέντα κι ύστερα ο Κωνσταντής κίνησε για το δωμάτιό του. Απόψε το βράδυ είχε αποφασίσει να το σκάσει από το σπίτι.

Ζωή μέσα από σαράντα κύματαWhere stories live. Discover now