Αφού ο ήλιος έφτασε ψηλά στον ουρανό και οι δείκτες στα ρολόγια έδειξαν τρείς ακριβώς ήταν η ώρα που οι εργάτες στις καπνοκαλλιέργειες θα σχολούσαν όπως συνήθιζαν. Όταν λοιπόν το ρολόι της έπαυλης Περόν χτύπησε τρείς φορές ο αρχιεπιστάτης σήμανε το τέλος , όπως συνήθιζε και οι εργάτες πήραν σειρά ο ένας πίσω από τον άλλο για το καθιερωμένο μεσημεριανό συσσίτιο.
Οι δυο φίλοι του Κωνσταντή κίνησαν για να πάρουν τη σειρά τους στην ουρά ενώ κι ο ίδιος ο Κωνσταντής τους ακολούθησε. Βλέποντας τον ο Χουάν είπε σ' εκείνον:
«Για πού το βαλες Κωνσταντή;»
«Να πάρω σειρά για το φαγητό.» έσπευσε να απαντήσει ο Κωνσταντής.
«Μα δεν άκουσες το αφεντικό που σου είπε να πας από την έπαυλη για να γευματίσετε;» ρώτησε ο Ερνέστο τον Κωνσταντή.
«Το άκουσα.» είπε ο Κωνσταντής κι ύστερα από μια παύση μερικών δευτερολέπτων συμπλήρωσε:
«Πως μπορώ να πάω μέσα σε εκείνη την έπαυλη εγώ ο τελευταίος εργάτης; Με αυτά τα απλοϊκά ρούχα της δουλειάς που φοράω;»
«Κωνσταντή το άκουσες κι εσύ ο ίδιος το αφεντικό. Αν δεν πάς να τον συναντήσεις θα είναι μεγάλη προσβολή προς το πρόσωπο του.» συμπλήρωσε ο Χουάν.
«Καλά! Καλά! Θα πάω! Άλλωστε δεν θέλω ούτε στο ελάχιστο να νομίσει ότι δεν τον σέβομαι.» είπε ο Κωνσταντής κι αφού ολοκλήρωσε την κουβέντα του κίνησε προς την έπαυλη του μεγιστάνα Περόν ακολουθώντας το μακρύ και στενό λιθόστρωτο δρομάκι που ξεκινούσε από τις φυτείες όπου ο ίδιος εργαζόταν και κατέληγε ως την είσοδο της έπαυλης.
Όση ώρα περπατούσε επάνω στο λιθόστρωτο δρομάκι, ο Κωνσταντής, σήκωσε τα μανίκια του λινού πουκαμίσου του για να δροσιστεί λιγάκι έτσι ώστε φάνηκαν τα μαυρισμένα από τον ήλιο μπράτσα του. Ύστερα πήρε μια βαθιά ανάσα αναστενάζοντας και μετά, με το δεξί του χέρι, σκούπισε τις διάσπαρτες σταγόνες από τον ιδρώτα που αυλάκωνε το μέτωπο του.
Ύστερα από δέκα περίπου λεπτά, ο Κωνσταντής έφτασε μπροστά στην είσοδο της έπαυλης. Ανεβαίνοντας καμιά δεκαπενταριά σκαλοπάτια έφτασε μπροστά στη βαριά δρύινη πόρτα την οποία, αφού έσπρωξε, μπήκε στο εσωτερικό του κτιρίου. Ρίχνοντας μια γρήγορη ματιά ο Κωνσταντής μπόρεσε με μεγάλη ευκολία να διακρίνει τους περίτεχνους πολυελαίους και τα έπιπλα που είχαν κατασκευαστεί από ακριβό ξύλο. Ήταν τα ίδια ακριβά έπιπλα της έπαυλης τα οποία πλέον αναπαύονταν σε περίτεχνα παχιά χαλιά.
YOU ARE READING
Ζωή μέσα από σαράντα κύματα
Historical FictionΟ Κωνσταντής είναι ένας νεαρός, ορφανός από γονείς, που μεγαλώνει με το θείο του, απόμαχο καπετάνιο, στην Πάτρα των αρχών του 20ου αιώνα. Παρασυρμένος από την ορμή του νεαρού της ηλικίας του, αποφασίζει να το σκάσει από το σπίτι του για να καταταγεί...