Κεφάλαιο 9

17 2 0
                                    

Ενόσω η μάχη πέρα από τον μαντρότοιχο μαινόταν ακάθεκτη ο Κωνσταντής στράφηκε προς τον συμπολεμιστή του και είπε:

«Συνάδελφε, οι πρώτες τουρκικές οχυρώσεις είναι κάμποσα μέτρα μπροστά μας. Θα μπορούσες να με καλύψεις πυροβολώντας, μέχρι να μπορέσω να φτάσω ως εκεί;»

«Φυσικά. Μόλις φτάσεις ως εκεί βγαίνω και εγώ από δω και έρχομαι προς το μέρος σου να βοηθήσω.»

«Εντάξει λοιπόν. Μόλις ανοίξεις πυρ ξεκινάω.» είπε ο Κωνσταντής κι αφού σταυροκοπήθηκε είπε:

«Ο Θεός βοηθός» και στη συνέχεια αφού ο συνάδελφός του έριξε την πρώτη ριπή κατά του τουρκικού φυλακίου ο ίδιος βγήκε από τον μαντρότοιχο και ξεκίνησε να τρέχει σαν θηρίο προς το τουρκικό φυλάκιο κραδαίνοντας το τυφέκιό του.

Σχεδόν μια ανάσα πριν να φτάσει στο εχθρικό χαράκωμα, ο Τούρκος λοχίας βλέποντας τον Κωνσταντή να τρέχει κατά πάνω του αναφώνησε:

«Ντικάτ! Γιουνάν! Ιμντάτ! » ενώ ταυτόχρονα προσπάθησε να τον σημαδέψει με το όπλο του. Όμως ο Κωνσταντής όντας γρηγορότερος από εκείνον, έστρεψε το όπλο στο μέρος του εχθρού και πάτησε την σκανδάλη. Η σφαίρα βρήκε τον λοχία στο δεξί μάτι και το πρόσωπό του πλημμύρισε αίμα. Αφού η σφαίρα βγήκε από το πίσω μέρος του κεφαλιού ο εχθρός σωριάστηκε στο έδαφος νεκρός ενώ ο Κωνσταντής με μια αστραπιαία κίνηση έπεσε πρηνηδόν στο έδαφος για να καλυφθεί από τυχόν εχθρικά πυρά. Στη συνέχεια αφού έβγαλε, πέταξε προς το μέρος των Τούρκων μία χειροβομβίδα. Ένα πρωτόγονο ζωώδες ένστικτο, εκείνο του φονιά, ίδιο με εκείνο του Κάιν όταν σκότωνε τον Άβελ, πλημμύρισε με ρίγη κάθε ίντσα του κορμιού του.

Αυτή η κίνηση έδωσε στον στρατιώτη που κάλυπτε με τα πυρά του τον Κωνσταντή, την ευκαιρία να βγει από το ταμπούρι του και να ορμίσει και ο ίδιος κατά των οχυρώσεων. Τρέχοντας προς το μέρος του Κωνσταντή πυροβόλησε και σκότωσε δύο ακόμα στρατιώτες του εχθρού. Στο μεταξύ, με την άφιξή του, ο Κωνσταντής σηκώθηκε όρθιος και άρχισε και εκείνος να πυροβολεί ασταμάτητα. Κάποια στιγμή, πάνω στη φωτιά της μάχης, ο Κωνσταντής έστρεψε το κορμί του προς τα αριστερά. Εκείνη την ώρα αντίκρισε έναν Τούρκο στρατιώτη σε απόσταση αναπνοής να ετοιμάζεται να τον καρφώσει με την ξιφολόγχη του όπλου του στα πλευρά.

Για καλή του τύχη όμως, ο συμπολεμιστής τον οποίο είχε νωρίτερα σώσει από το εχθρικό πυροβολικό, μπήκε ανάμεσα τους και με την δική του ξιφολόγχη αφού κάρφωσε τον εχθρό στο στέρνο, τον κλώτσησε προς τα πίσω ώσπου σωριάστηκε στο χώμα και μονομιάς ξεψύχησε. Στη συνέχεια, έστρεψε την κάννη του όπλου του σ' αυτόν και πυροβόλησε μουγκρίζοντας: «Για τον παππού μου, κερατά!»

Στο μεταξύ οι υπόλοιποι άντρες της ελληνικής δύναμης αντιλαμβανόμενοι το ρήγμα που είχε προκληθεί στην άμυνα των Τούρκων έσπευσαν για να επιτεθούν και να κατατροπώσουν τον εχθρό. Η μάχη πλέον μαινόταν ανάμεσα στα τουρκικά φυλάκια και τις οχυρώσεις ενώ αμφότεροι οι αντίπαλοι πολεμούσαν με πάθος. Οι Έλληνες παρόλο που ήταν από ώρα βουτηγμένοι στις λάσπες, κατάκοποι και με ελλιπή μέσα, πολεμούσαν με σθένος για να κάμψουν την εχθρική αντίσταση.

Καθώς λοιπόν η μάχη μαινόταν για πολλή ώρα και ενώ κανένας από τους δύο αντιπάλους δεν φαινόταν να κερδίζει κάποιο σημαντικό όφελος οι Τούρκοι αξιωματικοί διέταξαν μια ξαφνική οπισθοχώρηση καθώς ένα άλλο ελληνικό απόσπασμα, αφού κατάφερε να υπερκεράσει τις οχυρώσεις του εχθρού, πλησίαζε απειλητικά από το πλάι τα νώτα των Τούρκων. Έτσι από φόβο μήπως κυκλωθούν από τους Έλληνες και κατατροπωθούν, προτίμησαν να υποχωρήσουν προς τα Σέρβια για να ενωθούν με τις υπόλοιπες τουρκικές δυνάμεις που στρατοπέδευαν εκεί.

Ζωή μέσα από σαράντα κύματαWhere stories live. Discover now