Κεφάλαιο 68

9 2 0
                                    

Νωρίς το πρωί της επομένης και με το που οι πρώτες ακτίνες του αρρωστιάρη χειμωνιάτικου ήλιου τρύπωσαν δειλά από το θαμπό παράθυρο του υποστατικού, οι δυο άντρες ξύπνησαν μισομουδιασμένοι όπως ήταν, από τον χθεσινοβραδινό βαθύ ύπνο.

Αφού έμειναν για μερικά λεπτά να κοιτούν εκστασιασμένοι το πρωινό αυτό θέαμα, ο Χαράλαμπος ανασηκώθηκε κι αφού έβρασε σε μια τσαγιέρα ύστερα γέμισε δυο ποτήρια με κιτρινωπό, αρωματικό, ζεστό τσάι.

Έτσι οι δυο άντρες ήπιαν το δυναμωτικό αφέψημα μαζί με μια φέτα καψαλισμένο χθεσινοβραδινό ψωμί από την ξυλόσομπα κι ύστερα ο Κωνσταντής είπε στον Χαράλαμπο:

«Σκοπεύω να πάω μέχρι την εκκλησία. Θα έρθεις μαζί μου;»

«Δε νομίζω Κωνσταντή. Εδώ που τα λέμε ίσως και να θέλω να αποφύγω κάποια ανεπιθύμητη συνάντηση. Γι' αυτό λοιπόν προτιμώ να καθίσω μονάχος στο φτωχικό μου. Με το κεφάλι μου ήσυχο.» αποκρίθηκε ο Χαράλαμπος.

«Καλά λοιπόν. Δε θα επιμείνω περισσότερο. Θα πάω μόνος μου.» απάντησε ο Κωνσταντής.

«Θα σε περιμένω να γυρίσεις.» είπε τότε ο Χαράλαμπος.

«Θέλω όμως να μου κάνεις και μια ακόμα χάρη αν μπορείς.» πρόσθεσε ο Κωνσταντής.

«Πες το κι έγινε.» απάντησε ο Χαράλαμπος.

«Θέλω να μου βρεις δυο καλούς σκαφτιάδες. Δε με απασχολεί πόσα χρήματα θα σου ζητήσουν. Θα τα πληρώσω. Μπορείς να το κάνεις αυτό;» ρώτησε ο Κωνσταντής.

«Φυσικά και μπορώ Κωνσταντή. Μείνε ήσυχος. Μα στ' αλήθεια τι τους χρειάζεσαι;» τον ρώτησε απορημένος ο Χαράλαμπος.

«Κάνε αυτό που σου ζήτησα κι άσε όλα τ' άλλα πάνω μου.» αποκρίθηκε ο Κωνσταντής ενώ στη συνέχεια βγήκε από το ταπεινό υποστατικό και κίνησε προς την εκκλησία.

Φτάνοντας μπροστά από τον αιωνόβιο πλάτανο που έστεκε αγέρωχα στο προαύλιο της, η καρδιά του Κωνσταντή κλότσησε δυνατά μέσα στο στήθος που έμοιαζε με κάποιου είδους κλουβί. Έτσι παλλόταν η καρδιά. Σαν ζώο που πάσχιζε να ελευθερωθεί. Κι αυτό γιατί στη ρίζα του πλατάνου εκείνου ήταν θαμμένος ο αδικοχαμένος του αδερφός. Θέλοντας και μη, το όραμα του όμοιου με στοιχειό Αντώνη, που είχε πρωτοδεί τον καιρό που ταξίδευε με την Αλεξανδρέττα, ήρθε ξανά ολοζώντανο στο προσκήνιο.

«Υπομονή αδερφέ! Σύντομα θα βρω το ποιος ευθύνεται για το θάνατο σου και θα το πληρώσει ακριβά. Το ορκίζομαι!» γρύλισε μέσα από τα δόντια του ο Κωνσταντής κι ύστερα αφού περπάτησε μερικά μέτρα μπήκε στο ναό του Αϊ-Γιάννη.

Ζωή μέσα από σαράντα κύματαWhere stories live. Discover now