Κεφάλαιο 77

8 2 0
                                    

Τα ξημερώματα της επόμενης μέρας και μόλις ο ουρανός είχε αρχίσει να φωτίζεται, πριν ακόμα ο ήλιος προλάβει να ξεμυτίσει από την ανατολή, ο Κωνσταντής που είχε απομείνει ξύπνιος να φυλάει το υποστατικό, κίνησε προς τη μεριά όπου η Κατερίνα ξάπλωνε.

Η ίδια, διπλωμένη όπως ήταν μέσα σε μια παλιά και χοντρή κουβέρτα είχε ξαπλώσει πλάι στη σβηστή εδώ και ώρες ξυλόσομπα. Ο Κωνσταντής αφού τη χάιδεψε στο μάγουλο με το εξωτερικό μέρος της παλάμης του της ψιθύρισε στο αυτί:

«Κατερίνα μου ξύπνα. Το ξέρω πως είναι πολύ πρωί μα πρέπει να σηκωθείς. Σε λίγο όλα θα τελειώσουν.»

Τότε εκείνη αφού ανακλαδίστηκε για λίγο και του έριξε ένα ζεστό χαμόγελο κίνησε να ανασηκωθεί από το αποκούμπι της.

Στη συνέχεια ο Κωνσταντής αφού σκούντηξε ελαφρά, κατάφερε να ξυπνήσει το γερο-βοσκό που όπως όλα έδειχναν κοιμόταν ελαφριά όντας ανήσυχος και φοβισμένος κάποια μουλωχτή επίθεση από τον Πέτρο στο υποστατικό.

Έτσι λοιπόν αφού ο Χαράλαμπος ανασηκώθηκε και έτριψε τα δικά του μάτια για να ξενυστάξει, κατέβασε μονορούφι ένα σφηνάκι κρυστάλλινο τσίπουρο για να ζεστάνει τους κόμπους και τις αρθρώσεις του ταλαιπωρημένου κορμιού του. Ρίχνοντας μια φευγαλέα ματιά έξω από το μικρό παράθυρο και βλέποντας πως σε λίγο ο ήλιος θα εμφανιζόταν στον ορίζοντα απευθυνόμενος στους άλλους δυο είπε:

«Άντε! Δεν είναι ώρα για χουζούρεμα. Ετοιμαστείτε και να φεύγουμε το γρηγορότερο για τον αμπελώνα.»

«Είμαστε έτοιμοι Χαράλαμπε. Ας ξεκινήσουμε λοιπόν.» είπε ο Κωνσταντής ενώ στη συνέχεια η παρέα των τριών άφησε το υποστατικό με προορισμό τον αμπελώνα, στο υποστατικό του οποίου ήταν κρυμμένα τα όπλα που ο Χαράλαμπος τους είχε υποσχεθεί.

Θέλοντας να αποφύγουν τη συνάντηση με κάποιον ανεπιθύμητο, η Κατερίνα κι ο Κωνσταντής ακολουθώντας τον εμπειρότερο Χαράλαμπο κινήθηκαν από τον παλιό και εδώ και καιρό παρατημένο καρόδρομο για να είναι πιο σίγουροι και ασφαλείς. Έτσι, τα βήματα της ταλαιπωρημένης από την προηγούμενη δύσκολη νύχτα παρέας, πότε πότε βούλιαζαν στο λασπωμένο καρόδρομο κι άλλοτε για να αποπροσανατολίσουν τον όποιο πιθανό αντίπαλο, έμπαιναν μέσα στη νοτισμένη από την πρωινή υγρασία βλάστηση.

Τελικά ένα δεκάλεπτο αργότερα οι τρεις τους έφταναν στην περίφραξη του αμπελώνα. Στο πίσω μέρος του, ένα παλιό και μικρούτσικο κτίσμα στεκόταν σαν να τους καρτερούσε. Ήταν το μέρος όπου ο Χαράλαμπος είχε κρύψει τα όπλα όπως τους είχε διηγηθεί το προηγούμενο βράδυ.

«Που είναι τα όπλα Χαράλαμπε;» ρώτησε ανυπόμονα ο Κωνσταντής.

«Θα έρθω μαζί σου για να σου δείξω.» απάντησε ο Χαράλαμπος.

«Καλύτερα να πάω μόνος έτσι ώστε αν ο Πέτρος φανεί εδώ τριγύρω να μην πιαστούμε όλοι σαν τα ποντίκια μέσα στη φάκα και πάμε χαμένοι.» είπε ο Κωνσταντής.

«Κωνσταντή θα ρθω μαζί σου κι άμα τολμήσει να φανεί θα του σπάσω τα κόκαλα. Δεν τον φοβάμαι!»

«Χαράλαμπε καλύτερα να κάνουμε όπως λέει ο Κωνσταντής. Έχουμε πόλεμο αυτή τη στιγμή και μόνο αν φανούμε εξυπνότεροι θα νικήσουμε.» είπε η Κατερίνα.

«Καλά λοιπόν. Τότε μικρή έλα να κρυφτούμε πίσω από την παλιά βρύση. Από εκεί θα μπορούμε να βλέπουμε αν έρθει κάποιος προς τα εδώ. Κωνσταντή τα όπλα είναι κρυμμένα μέσα στο αριστερό βαρέλι. Το βαρέλι αυτό είναι άδειο. Βάλε λοιπόν το χέρι σου από πάνω κι αφού το ανοίξεις βγάλε τα όπλα. Το κατάλαβες;»

«Το κατάλαβα Χαράλαμπε. Σε πέντε λεπτά συναντιόμαστε πάλι εδώ. Τα μάτια σας δεκατέσσερα.» είπε ο Κωνσταντής ο οποίος στη συνέχεια αφού διέσχισε τον αμπελώνα έφτασε μπροστά από την ξύλινη πόρτα του υποστατικού. Αφού την έσπρωξε πέρασε στο εσωτερικό του υποστατικού κι έκλεισε την πόρτα πίσω του.

Μπαίνοντας μέσα με την πρώτη λαχανιασμένη ανάσα μια μυρωδιά κλεισούρας και σάπιου ξύλου αντάμωσε τη μύτη του Κωνσταντή. Τότε εκείνος έριξε μια γρήγορη ματιά τριγύρω ώσπου η ματιά του έπεσε πάνω στα παλιά ξύλινα βαρέλια που υπήρχαν στον πέτρινο τοίχο στα αριστερά του. Θέλοντας να κάνει όσο πιο γρήγορα μπορούσε διέσχισε με κάνα δυο μεγάλες δρασκελιές το υποστατικό για να ολοκληρώσει την αποστολή του το συντομότερο δυνατό. Φτάνοντας μπροστά στο αριστερό βαρέλι θέλοντας να δοκιμάσει τα λεγόμενα του Χαράλαμπου χτύπησε με τη γροθιά του δυο φορές το βαρέλι κάνοντας το να αντηχήσει έναν κούφιο ήχο. Ο Χαράλαμπος όντως έλεγε την αλήθεια ότι το βαρέλι εκείνο ήταν άδειο. Έτσι ο Κωνσταντής, αφού το άνοιξε από πάνω, ετοιμάστηκε να βάλει το χέρι του μέσα. Όμως το ξαφνικό άνοιγμα της πόρτας του υποστατικού ξαφνιάζοντας τον, τον έκανε να σταματήσει απότομα.

Ακούγοντας τα βαριά βήματα να αντηχούν στο πέτρινο πάτωμα και όντας εντελώς άοπλος ο Κωνσταντής ένιωσε τα νεφρά του να πρήζονται από την έκρηξη της αδρεναλίνης. Ένιωθε πως κάτι δεν πήγαινε καλά εκείνη τη στιγμή.

Ζωή μέσα από σαράντα κύματαWhere stories live. Discover now