Κεφάλαιο 12

15 2 0
                                    

Οι μέρες κυλούσαν ακάθεκτες, όπως τα δευτερόλεπτα, όμως, χάρη στις θυσίες και το αίμα των στρατιωτών και των απλών αξιωματικών, μέρα με τη μέρα, οι πόλεις και τα χωριά της Μακεδονίας γεύονταν τη γλυκιά γεύση της ελευθερίας ύστερα από αιώνες σκληρής σκλαβιάς.

Όπως έλεγε συχνά στο κήρυγμά του ο παπα-Πάνος στον Άγιο-Δημήτρη: «Έγινε θάλασσα το αίμα των Ελλήνων και η Ελλάδα άγριο κύμα που θα καταπιεί το βράχο που της φράζει το δρόμο.» Έτσι η Κατερίνη, η Κοζάνη και η Βέροια έπεσαν η μία μετά την άλλη σαν ώριμα φρούτα στην αγκαλιά της μητέρας Ελλάδας.

Όμως δεν ήταν μονάχα ο αγώνας του στρατού ηρωικός και αξιέπαινος. Καθημερινά έφταναν τα νέα για τις αλλεπάλληλες νίκες του ναυτικού στο Αιγαίο και για το πώς ο ναύαρχος Κουντουριώτης κατάφερε να ελευθερώσει τη Λήμνο και τα υπόλοιπα νησιά. Ακόμα, μαθεύτηκε πως μια νύχτα, δίχως να το πάρουν είδηση οι Τούρκοι, ένα ελληνικό πλοίο τρύπωσε στον κόρφο του Θερμαϊκού και εξαπολύοντας δύο φονικές τορπίλες έστειλε στον υγρό τάφο το τουρκικό θωρηκτό «Φετίχ Μπουλέντ» το καμάρι των Τούρκων. Ήταν ένα σαφές μήνυμα στους κατακτητές ότι η ώρα της λευτεριάς πλησίαζε και πως η αυτοκρατορία ζούσε πλέον τις τελευταίες της μέρες στην Ευρώπη.

Παρόλα αυτά, πριν να τελειώσει ο βαλκανικός αυτός πόλεμος, οι Έλληνες έπρεπε να τρέξουν έναν αγώνα δρόμου. Κι αυτό γιατί βιάζονταν για να μπουν πρώτοι ως ελευθερωτές στη Θεσσαλονίκη, αφού την ίδια στιγμή, ο βουλγαρικός στρατός που προέλαυνε από τα βορειανατολικά εποφθαλμιούσε να προσαρτήσει την πόλη και να φτιάξει τη Μεγάλη Βουλγαρία που η Σόφια ονειρευόταν. Το μόνο εμπόδιο που στεκόταν στο διάβα των Ελλήνων για την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης ήταν η πόλη των Γιαννιτσών.

Μετά από τις συνεχόμενες ήττες, ο τουρκικός στρατός είχε συγκεντρωθεί και είχε ανασυνταχθεί στη πόλη των Γιαννιτσών, η οποία θεωρούνταν ιερή για τους Τούρκους. Οι στρατηγοί των Ελλήνων περίμεναν να συναντήσουν μια λυσσαλέα αντίσταση από τον εχθρό που θα επιζητούσε μία όσο το δυνατόν λιγότερο ντροπιαστική ανακωχή για τον σουλτάνο.

Τα Γιαννιτσά προσέφεραν μια ισχυρή άμυνα για τους Τούρκους αφού τα νότα τους καλύπτοντα από το όρος Πάικο, ενώ μπροστά τους, υπήρχε επιπλέον η λίμνη των Γιαννιτσών. Έτσι, για να μπορέσουν να καταλάβουν τη πόλη, οι Έλληνες ήταν αναγκασμένοι να κινηθούν από τα πλαϊνά της λίμνης αφού πρώτα όμως διαβούν το ποταμό Λουδία που τους έκοβε το δρόμο.

Θα ήταν ένας δύσκολος αγώνας, όμως τα μπαρουτοκαπνισμένα και ταλαιπωρημένα Ελληνόπουλα δεν έχαναν την πίστη τους. Άλλωστε μέσα σε τόσο λίγες μέρες η μικρή και αδύναμη τους πατρίδα μπόρεσε να πραγματοποιήσει το όνειρο πολλών περασμένων γενεών και να σταθεί στα πόδια της ξανά. Το όραμα της Μεγάλης Ιδέας και ο άσβεστος πόθος για απελευθέρωση όλων των Ελλήνων και ενοποίηση τους κάτω από ένα κράτος γινόταν μέρα με τη μέρα έβαινε προς την πραγματοποίηση.

Ο Κωνσταντής ένιωσε ρίγη να διαπερνούν τη ραχοκοκαλιά του ακούγοντας πως η επόμενη μάχη θα γινόταν στα Γιαννιτσά. Κι αυτό γιατί δε θα μπορούσε ποτέ του να ξεχάσει ότι στο μέρος αυτό βρισκόταν θαμμένος ο μακαρίτης αδερφός του, ο Αντώνης, που είχε χάσει τη ζωή του πριν μερικά χρόνια σε μια συμπλοκή με τους Βούλγαρους κομιτατζήδες στη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα. «Έρχομαι να λευτερώσω το χώμα που σε σκεπάζει αδερφέ μου» έλεγε από μέσα του ο Κωνσταντής και έσφιγγε τα δόντια του καθώς προέλαυνε με την ελληνική στρατιά.

Έτσι, δεν άργησε η ώρα που οι Έλληνες στρατιώτες παρατάχθηκαν λίγο πριν την όχθη του ποταμού Λουδία, ενώ οι Τούρκοι, ακριβώς απέναντι, ανέμεναν με αγωνία τη μάχη που θα έκρινε την έκβαση του πολέμου αυτού. Πριν την έναρξη των επιχειρήσεων ένας συνταγματάρχης βγήκε μπροστά και απευθύνθηκε στους στρατιώτες.

«Άντρες, δεν πέρασε αρκετός καιρός που η στρατιά μας ξεκίνησε τον δύσκολο αγώνα της και ξεχύθηκε σαν ποτάμι που πλημμύρισε τον κάμπο της Μακεδονίας. Χάρη στις προσπάθειες σας η πατρίδα μας γιγαντώθηκε και το όνειρο των σκλαβωμένων αδερφών μας επιτέλους ζωντάνεψε. Πίσω από αυτό το ποτάμι βρίσκονται τα Γιαννιτσά τα οποία ο εχθρός είναι αποφασισμένος να υπερασπιστεί πάση θυσία. Δεν θα σας κρύψω την αλήθεια. Πρέπει να περιμένετε σκληρή αντίσταση όμως έχω να σας πω κάτι που ξεστόμισε έναν αιώνα νωρίτερα ο αρχιστράτηγος της Επανάστασης του '21 Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Άντρες, ο Θεός έβαλε την υπογραφή του στην ελευθερία της Ελλάδας και δεν την παίρνει πίσω.

Παλικάρια της Ελλάδας, ορμήστε για τη νίκη που θα δοξάσει τη πατρίδα και μη φοβάστε τίποτα και κανένα. Η μητέρα των Ελλήνων, η Παναγία, στέκεται από πάνω μας και μας προστατεύει. Καλή τύχη σε όλους και καλό αντάμωμα στη Σαλονίκη.»

Αφού ο συνταγματάρχης τελείωσε το λόγο του, οι άντρες τον ζητωκραύγασαν και συντεταγμένα πλέον οι μονάδες του ελληνικού στρατού κινήθηκαν για να περάσουν το ποτάμι.

Ζωή μέσα από σαράντα κύματαWhere stories live. Discover now