Κεφάλαιο 62

9 2 0
                                    

Βαριά σύννεφα έζωσαν το νου του Κωνσταντή απ' όταν πήρε στα χέρια του το τηλεγράφημα του θείου του Μιχάλη. Και πως άλλωστε να μη συνέβαινε αυτό, αφού όλο αυτό τον καιρό που ο Κωνσταντής έλειπε από την Πάτρα, θεωρούσε πως όλα όσα είχε αφήσει πίσω του παρέμεναν όπως πάντα ακλόνητα στη θέση τους λες και είχε κάνει κάποια μυστική συμφωνία με το Θεό. Μάταια όμως αφού τόσο καιρό κορόιδευε τον ίδιο του τον εαυτό.

Ο Κωνσταντής, συντετριμμένος όπως ήταν, κατηγορούσε τον εαυτό του γιατί όλο αυτό τον καιρό, που ο ίδιος ασχολιόταν με πράγματα της καθημερινότητας αγνοούσε όλα όσα συνέβαιναν πίσω στο σπίτι του. Όλα αυτά τα χρόνια είχε συνηθίσει να βλέπει το θείο του σαν ένα σκληρό καρύδι ή καλύτερα σαν ένα βράχο. Έτσι φάνταζε αδιανόητο στο μυαλό του πως το κρύο χέρι της αδυσώπητης μοίρας θα χτύπαγε και τη δική του πόρτα κάποια στιγμή. Η σκέψη και μόνο πως όλο αυτό τον καιρό δεν είχε σταθεί ούτε λεπτό στο προσκεφάλι του μπορούσε ακόμα και να τον αποτρελάνει.

Έτσι ο Κωνσταντής πέρασε την υπόλοιπη μέρα περιπλανώμενος στην έπαυλη μη μπορώντας να βάλει ούτε μπουκιά στο στόμα του. Ήταν τόσο μεγάλη η στεναχώρια του που ώρες-ώρες ένιωθε το στομάχι του να δένεται κόμπος και να πονά ανυπόφορά. Είχε φτάσει πια απόγευμα κι ο Κωνσταντής ένιωθε πως το κεφάλι του θα έσπαγε από την πολλή σκέψη. Δίχως άλλο, βγήκε από την έπαυλη για να περιηγηθεί στους κήπους της ελπίζοντας πως ο φρέσκος αέρας θα έκανε καλό στο μυαλό και τη διάθεση του, που ώρα με την ώρα βούλιαζε στο βαθύ κενό.

Βουτηγμένος όπως ήταν μέσα στην άγρια θάλασσα των ασυνάρτητων σκέψεων, μάταια προσπαθούσε να βρει μια στεριά για να παγκιάσει από την καταιγίδα των τύψεων που τον στοίχειωναν αδιάκοπα όπως οι Ερινύες. Όση ώρα ο Κωνσταντής περπατούσε, σαν άλλος χαμένος Οδυσσέας στους κήπους της έπαυλης Περόν, έβριζε και βλαστήμαγε τον ίδιο του τον εαυτό αφoύ για να μπορέσει να εκπληρώσει τα δικά του φιλόδοξα σχέδια είχε παρατήσει το θείο του ανήμπορο όλους αυτούς τους μήνες. Τον ίδιο άνθρωπο που κάποτε είχε αφήσει πίσω τα πάντα για να αναθρέψει εκείνον και τον αδερφό του τον Αντώνη. Πως μπόρεσε άραγε να φερθεί με τόσο εγωιστικό και ανόητο τρόπο;

Όση ώρα ο ίδιος ήταν αφοσιωμένος στις πολύβουες σαν αγριεμένες μέλισσες σκέψεις του, δεν είχε καταλάβει πως άθελα του, τα βήματα τον είχαν οδηγήσει στο παρεκκλήσι όπου βρισκόταν θαμμένη η αγαπημένη του Ελίζα. Μόλις ο Κωνσταντής το αντιλήφθηκε η καρδιά του αναρίγησε σαν ένα μικρό σπουργίτι κι έτσι, σαν την ξαφνική λάμψη ενός φλας φωτογραφικής μηχανής πέρασε μπροστά από τα άδολα μάτια του η βραδιά που την είχε γνωρίσει. Ήταν τότε που οι δυο τους ξαπλωμένοι στους κήπους του κάστρου του αγίου Γεωργίου, απολάμβαναν τα πολύχρωμα βεγγαλικά που έβαφαν το νυχτερινό ουρανό της Λισσαβόνας.

Ύστερα ο Κωνσταντής ανοιγόκλεισε μια στιγμή τα μάτια του και τότε του φάνηκε πως είδε ξανά το αποχαιρετιστήριο φιλί που αντάλλαξε με την Ελίζα πριν ο ίδιος να επιβιβαστεί στην Αλεξανδρέττα για να σαλπάρει. Εκείνη τη στιγμή δυο χοντρά δάκρυα αυλάκωσαν τα νεανικά του μάγουλα ενώ κι ο ήλιος αντίκρυ του, ξεθεωμένος πια, ετοιμαζόταν να ξαποστάσει για το υπόλοιπο της νύχτας πίσω από τα ανεξερεύνητα και όμορφα τοπία της αργεντίνικης αχανούς υπαίθρου.

Ξαφνικά ένα βαρύ χέρι ήρθε από πίσω και λούφαξε παρηγορητικά στο δεξί ώμο του Κωνσταντή.

«Ηρέμησε Κωνσταντή. Όλα θα πάνε καλά.» ακούστηκε να τον παρηγορεί μια φωνή από πίσω του εωσότου ο Περόν τελικά πρόβαλε μπροστά του. Στη θέα του ο Κωνσταντής νιώθοντας άβολα προσπάθησε να καλύψει τα ίχνη του ψυχολογικού του ξεσπάσματος μα η φωνή του Περόν τον πρόλαβε.

«Κωνσταντή δε χρειάζεται να ντρέπεσαι. Οποιοσδήποτε άλλος στη θέση σου θα αντιδρούσε με τον ίδιο τρόπο.»

«Δε ντρέπομαι για τα δάκρυα μα πιο πολύ που τόσο καιρό στερούσα από το θείο μου τον μοναδικό άνθρωπο που είχε στον κόσμο. Τόσο καιρό θα μπορούσα να είμαι στο προσκεφάλι του. Γι' αυτό ντρέπομαι Αντρέα.»

«Δε χρειάζεται πια Κωνσταντή να πολεμάς με τα φαντάσματα του παρελθόντος. Αυτό που προέχει είναι το τι θα κάνεις από δω και πέρα.»

«Θα πάω να τον δω. Θα καθίσω πλάι του όσο καιρό χρειαστεί. Το αποφάσισα.» είπε με τρεμάμενη φωνή ο Κωνσταντής.

«Κωνσταντή αύριο πρωί-πρωί θα σε περιμένει στην είσοδο της έπαυλης ο προσωπικός μου σοφέρ με το αυτοκίνητο μου. Θα σε πάει μέχρι το λιμάνι του Μπουένος Άιρες για να πάρεις το επόμενο πλοίο για τη Λισσαβόνα. Από εκεί και πέρα ξέρεις και ο ίδιος καλύτερα πως πρέπει να κινηθείς. Ο θείος σου σε χρειάζεται πιο πολύ από ποτέ.» είπε με στοργή όμοια ενός πατέρα ο Περόν στον Κωνσταντή.

«Σ' ευχαριστώ πολύ για όλα!» είπε ο Κωνσταντής.

«Και κάτι ακόμα. Κράτησε αυτό το καρνέ επιταγών. Είναι ενός από τους λογαριασμούς που διαθέτω σε μία πολύ γνωστή γαλλική τράπεζα. Είμαι σίγουρος πως θα χρειαστείς τα χρήματα του στο ταξίδι σου.» είπε ο Περόν.

«Πραγματικά δεν ξέρω πώς να σε ευχαριστήσω Αντρέα.» είπε ο Κωνσταντής.

«Κάνε αυτό που πρέπει να κάνεις Κωνσταντή μα μην ξεχάσεις πως σε περιμένω να γυρίσεις πίσω στην Αργεντινή. Θέλω να βλέπεις και το μέρος αυτό σαν σπίτι σου. Μην το ξεχάσεις αυτό.» είπε ο Περόν.

«Να είσαι σίγουρος πως θα επιστρέψω Αντρέα.» είπε ο Κωνσταντής.

«Μα πριν φύγεις θέλω να μου απαντήσεις κάτι μέσα από την καρδιά σου.» είπε ο Περόν.

«Ό,τι θέλεις.» είπε ο Κωνσταντής.

«Την αγαπούσες;» ρώτησε ο Περόν κοιτώντας τη φωτογραφία πάνω στον τάφο της αδικοχαμένης Ελίζας.

Τότε ο Κωνσταντής που δε χρειαζόταν να ακούσει τίποτα περισσότερο για να καταλάβει σε τι αναφερόταν απάντησε στον Περόν:

«Πιο πολύ απ' οτιδήποτε στον κόσμο.»

Ζωή μέσα από σαράντα κύματαWhere stories live. Discover now