Κεφάλαιο 56

8 2 0
                                    

Ο Κωνσταντής αφού κατέβηκε με γοργό βήμα τις σκάλες, σαν να τον καταδίωκε κάποιος, διέσχισε αμίλητος τη βαριά ξύλινη εξώπορτα της έπαυλης ώσπου βρέθηκε στους πλουσιοπάροχους κήπους που πλαισίωναν την πρόσοψη του κτιρίου. Με τα μάτια χαμένα στο βάθος ίσως σε κάποιο σημείο πίσω από τον ορίζοντα και με την ανάσα να ανεβοκατεβάζει το θώρακα του με ρυθμό ακανόνιστο, ο Κωνσταντής ξεκίνησε να περπατά προς το παρακείμενο παρεκκλήσι της Σάντα Μαρίνα.

Κάθε βήμα που έκανε προς το μέρος εκείνο έκανε το κορμί και το μυαλό του, να πονά με κάποιο με κάποιο μυστηριώδη τρόπο, όπως ο οξύς πόνος από κάποια μαχαιριά αφού οι αναμνήσεις που κουβαλούσε από την Ελίζα διέτρεχαν τα κύτταρα του μυαλού του παίζοντας παιχνίδια επικίνδυνα.

Μερικά λεπτά αργότερα ο Κωνσταντής έφτανε στο μικρό παρεκκλήσι το οποίο πλαισίωναν τρία πανύψηλα κυπαρίσσια. Σε μια γωνιά πίσω δεξιά από το ναό ένας μικρός και μοναχικός λευκός σταυρός σηματοδοτούσε το σημείο όπου η Ελίζα είχε ταφεί. Ο Κωνσταντής αφού έσκυψε και γονάτισε πάνω στο έδαφος έμεινε αποσβολωμένος να κοιτά τα γράμματα που ήταν χαραγμένα πάνω στο μικρό και λιτό λευκό σταυρό. «Ελίζα Περόν».

Ήταν το όνομα μιας θερμής γυναίκας που με τη ζεστασιά και το ταμπεραμέντο της είχε κατορθώσει έστω και για λίγο να φωτίσει τη ζωή του Κωνσταντή. Μια γυναίκα για την οποία ο Κωνσταντής πέρα από το μικρό της όνομα, τίποτα άλλο δε γνώριζε έτσι που η ύπαρξη της μετεωριζόταν στο μυαλό του Κωνσταντή όπως ένα αερικό, με έναν τρόπο μοναδικό ανάμεσα στο φθαρτό και το άφθαρτο. Και μόλις ο Κωνσταντής είχε καταφέρει να αποκρυπτογραφήσει τη φύση της, η βαριά μοίρα του αναπόφευκτου θανάτου, που θέριζε τους νέους και σφριγηλούς ανθρώπους, την αφαιρούσε για πάντα από εκείνον.

Ο Κωνσταντής έμεινε για μερικά λεπτά εκεί, γονατιστός μπροστά από τον τάφο της, οσφραινόμενος τα άνθη που στόλιζαν την τελευταία της κατοικία. Ύστερα με κεφάλι βαρύ σαν να είχε καταναλώσει άφθονο αλκοόλ ακολούθησε το ίδιο λιθόστρωτο δρομάκι για να φτάσει στο υποστατικό όπου έμενε. Ευτυχώς για εκείνον, τα κτήματα εκείνη την ώρα ήταν άδεια από εργάτες οπότε δε θα χρειαζόταν να εξηγήσει σε κανέναν το αίτιο για το οποίο το πρόσωπο του έδειχνε τόσο πολύ σκυθρωπό και κατσούφικο.

Φτάνοντας στο υποστατικό, ο Κωνσταντής, έσπρωξε την ξύλινη πόρτα και μπήκε μέσα. Για καλή του τύχη οι συνάδελφοι του εκείνη την ώρα κοιμόντουσαν οπότε και ο ίδιος προτίμησε να βουλιάξει στο δικό του κρεβάτι. Έμεινε εκεί για ώρα στριφογυρνώντας, μη μπορώντας να αποκοιμηθεί σαν να τον καταδίωκαν οι Ερινύες.

Το απόγευμα, όταν οι υπόλοιποι εργάτες σηκώθηκαν από τα κρεβάτια τους, ο ίδιος προσποιήθηκε ότι ήταν ελαφρώς άρρωστος για να αποφύγει την οποιαδήποτε συναναστροφή μαζί τους. Το στομάχι του πονούσε σαν να τον είχαν κλωτσήσει δυνατά σε αυτό και ο ίδιος, αν μη τι άλλο, χρειαζόταν το χρόνο του για να μπορέσει να συνέλθει. Έτσι λοιπόν προτίμησε να απουσιάσει και από το δείπνο αφού το στομάχι του δεν μπορούσε να δεχτεί ούτε μια μπουκιά.

Το απόγευμα πέρασε υπερβολικά αργά μέχρι ο ήλιος να σουρουπώσει κι ύστερα η σελήνη να πάρει τη θέση της στο νυχτερινό της θρόνο για μια νύχτα, ώσπου την αυγή ο ήλιος να τη διώξει ξανά σαν ανεπιθύμητη. Οι εργάτες θέλοντας να μην ενοχλήσουν τον άρρωστο φίλο τους προτίμησαν να μην ακούσουν μουσική από το μικρό ραδιόφωνο και αντί αυτού να ξαπλώσουν νωρίς για να ξεκουραστούν. Άλλωστε οι μέρες που θα ακολουθούσαν θα ήταν ιδιαίτερα κοπιαστικές.

Ευτυχώς κι ο ίδιος ο Κωνσταντής, με τα πολλά, μπόρεσε να σφαλίσει τα μάτια του και να αποκοιμηθεί. Πότε πότε έβλεπε τον φίλο του τον Σεμπάστιαν στην Αλεξανδρέττα, τον οποίο τη στιγμή εκείνη του ασήκωτου πόνου είχε ανάγκη πιο πολύ από ποτέ, για να τον παρηγορήσει, ενώ άλλες φορές έβλεπε τον ύπαρχο του πλοίου, τον Γιάννη. Η νύχτα πέρασε δύσκολα για τον Κωνσταντή ο οποίος όταν οι λιγοστές αχτίδες του ηλίου πρόβαιναν διστακτικά από την ανατολή, την ίδια ώρα ακριβώς όπου ο ορεξάτος κόκορας σήμανε την επάνοδο της αυγής ο ίδιος ξυπνούσε βουτηγμένος στον ιδρώτα σαν να πάλευε με κάποιον αόρατο αντίπαλο ολονυχτίς.

Ζωή μέσα από σαράντα κύματαWhere stories live. Discover now