Κεφάλαιο 21

13 2 0
                                    

Όταν το φορτηγό πλοίο άρχισε να πλέει παράλληλα προς μία λωρίδα γης που σταδιακά χωνόταν στη θάλασσα ολοένα και πιο πολύ, ενώ την ίδια στιγμή κατηφόριζε εωσότου τελικά να βυθιστεί στα θερμά νερά του Αιγαίου, τότε ο Κωνσταντής κατάλαβε ότι πλησίαζαν την Αττική και το λιμάνι του Πειραιά. Όση ώρα πλησίαζαν και ενώ βρισκόταν στη γέφυρα του πλοίου σαν οπτήρας ένα πράγμα θυμάται να του κεντρίζει την προσοχή περισσότερο απ' όλα τα άλλα. Ήταν ο ναός του αρχαίου θεού της θάλασσας, του Ποσειδώνα, που ήταν ριζωμένος πάνω στα γυμνά, απόκρημνα και γεμάτα αυλακώσεις βράχια, πολεμώντας για αιώνες ολόκληρους με το μελτέμι και την αλμύρα του Αιγαίου μένοντας αλώβητος.

Παρόλα αυτά το φορτηγό πλοίο δεν άργησε σχεδόν καθόλου να φτάσει στο πολύβουο και πολυσύχναστο λιμάνι της Αττικής. Τη στιγμή που ο Κωνσταντής πάτησε για πρώτη φορά το πόδι του στη στεριά, οι μεταλλικοί γερανοί που βρίσκονταν στην προβλήτα σφύριζαν παραπονεμένα καθώς φόρτωναν τα βαρέλια με το ελαιόλαδο στο πλοίο που είχε μόλις αφιχθεί. Δίχως να χάσει πολύτιμο χρόνο πέρασε ανάμεσα από το συνονθύλευμα των ανθρώπινων μορφών που περιδιάβαιναν ως συνήθως το λιμάνι και απαρτιζόταν από ναυτικούς, τις συζύγους τους, εμπόρους ακόμα και πόρνες του λιμανιού, για να φτάσει τελικά στο λιμεναρχείο.

Στην είσοδο του κτιρίου στεκόταν ένας λιμενοφύλακας, γύρω στα τριανταπέντε με ένα παχύ μαύρο μουστάκι να καλύπτει το άνω χείλος του στόματος του. Από τη δερμάτινη ζώνη του, κρεμόταν μια μαύρη πιστολοθήκη μπροστά από τον δεξιό του μηρό. Μόλις η ματιά του Κωνσταντή έπεσε πάνω στο πηλίκιο με το εθνόσημο και το στέμμα του βασιλιά που φορούσε ο άντρας απέναντι του, ήρθαν ξανά στο μυαλό του, γρήγορα σαν πετάρισμα του ματιού, οι μέρες που είχε ζήσει στο μέτωπο. Ενώ χρονικά, ήταν για εκείνον τόσο κοντά, είχε καταφέρει να πείσει τον εαυτό του ότι επρόκειτο για κάτι τόσο μακρινό και ότι πλέον αυτό που είχε μονάχα σημασία ήταν η καινούρια του ζωή στην Αλεξανδρέττα.

Αφού ρώτησε τον λιμενοφύλακα, κατόπιν, μπήκε στο κτίριο και κατευθύνθηκε στη σωστή αίθουσα. Εκεί δηλαδή όπου πραγματοποιούνταν οι εξετάσεις. Έτσι, μερικές ώρες πιο μετά, ο Κωνσταντής βγήκε ξανά από το λιμεναρχείο. Αυτή τη φορά ως ασυρματιστής. Στο δεξί του χέρι, που ήταν σφιγμένο από τη νεανική δύναμη και σιγουριά κρατούσε το δίπλωμα του ασυρματιστή. Το όνειρο του Κωνσταντή είχε γίνει πια πραγματικότητα και για το πλήρωμα του πλοίου θα ήταν πλέον κάτι παραπάνω από ένας απλός ναύτης. Θα τον θεωρούσαν πλέον κάτι σαν ημίθεο, αφού η φωνή και τα μηνύματα του θα ταξίδευαν πια πάνω από τα αφρισμένα κύματα, τις ανελέητες παλίρροιες και τις καταιγίδες που φέρνουν τα σταχτόχρωμα σύννεφα και θα έφταναν στις στεριές σε ανθρώπους που μιλούσαν διαφορετικές λαλιές από εκείνον.

Ζωή μέσα από σαράντα κύματαTahanan ng mga kuwento. Tumuklas ngayon