Κεφάλαιο 64

9 2 0
                                    

Αφού ο Κωνσταντής απόμεινε για μερικά κλάσματα του δευτερολέπτου να ακουμπά το πόμολο της πόρτας του σπιτιού, οι αναμνήσεις από το παρελθόν ήρθαν σαν την ξαφνική φθινοπωρινή μπόρα και κυρίευσαν το μπερδεμένο του μυαλό. Μπορούσε ξεκάθαρα να δει τον ίδιο, παιδάκι ακόμα, να κάθεται στην είσοδο της μονοκατοικίας κι ο θείος του, σωστό παλικάρι τότε, να του αφηγείται κάποια από τις ναυτικές του περιπέτειες όσο ταξίδευε με το πλοίο.

Οι ιστορίες αυτές του Μιχάλη έκαναν τον κόσμο να μοιάζει τόσο μικρός στα νεανικά μάτια του ανιψιού του, 'ώστε εκείνος να θέλει όταν κάποια στιγμή θα μεγάλωνε, να τον κλείσει, μέσα στις δυο του παλάμες, σαν να ήταν ένας μικρός θεός. Τόσο δυνατός ένιωθε εκείνα τα χρόνια της παιδικής ανεμελιάς. Μαζεύοντας λοιπόν όσο θάρρος του απέμενε διαθέσιμο, ο Κωνσταντής πήρε μια βαθιά ανάσα, έσπρωξε την πόρτα και μπήκε στο σπίτι φοβούμενος όμως για αυτά τα οποία θα αντίκριζαν τα μάτια του. Πράγματα τα οποία θα στοίχειωναν στο εξής τη σκέψη του.

Μπαίνοντας μέσα περπάτησε στο σαλόνι και τα δειλά του βήματα τον ακινητοποίησαν μπροστά από το τζάκι. Ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά ο, Κωνσταντής, με μεγάλη του έκπληξη έβλεπε πως πλάι στις φωτογραφίες του θείου του υπήρχαν ακόμα και δυο δικές του φωτογραφίες που θυμόταν πως παλιότερα του είχε ταχυδρομήσει. Η πρώτη ήταν η φωτογραφία που ο Κωνσταντής είχε βγάλει, σαν στρατιώτης με το Μάριο, στη Θεσσαλονίκη, όταν απολύθηκε από το στρατό και θα πρωτομπαρκάριζε με την Αλεξανδρέττα. Η άλλη ήταν μια φωτογραφία που ο Κωνσταντής είχε τραβήξει με τον Σεμπάστιαν στη Μασσαλία.

Όλο αυτό τον καιρό που ο Κωνσταντής φοβόταν μια επικείμενη επιστροφή στο σπίτι του θείου του, λόγω του εκρηκτικού του χαρακτήρα και του θυμού που πίστευε ότι θα του κρατούσε, αφού ο ανιψιός του το είχε σκάσει από το σπίτι, εκείνος τον περίμενε εναγωνίως να επιστρέψει. Όλα αυτά επαλήθευαν τα προφητικά λόγια του καπετάν-Γιώργη αφού, σύμφωνα με τον ίδιο, ο Μιχάλης αδυνατούσε να κρατήσει κακία στον ανιψιό του. Όμως ανάμεσα στις φωτογραφίες ήταν και κάτι ακόμα το οποίο κρεμασμένο όπως ήταν στον τοίχο πάνω από το τζάκι είχε καταφέρει να τραβήξει την προσοχή του Κωνσταντή.

Ήταν ένα μετάλλιο, ένα αργυρό αριστείο ανδρείας για τις διακεκριμένες πράξεις που ο Κωνσταντής είχε τελέσει στις μάχες του Σαρανταπόρου και των Γιαννιτσών. Ο θείος του ο Μιχάλης το είχε κρατήσει εκεί για να του θυμίζει τη γενναιότητα και την αυταπάρνηση του ανιψιού του.

Ζωή μέσα από σαράντα κύματαHikayelerin yaşadığı yer. Şimdi keşfedin