Κεφάλαιο 36

13 2 0
                                    

Αφού πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα το σκοτάδι που υπήρχε στο κεφάλι του διαλύθηκε και ο Κωνσταντής βρέθηκε σε μια άγνωστη για αυτόν παραλία. Ήταν πια φθινόπωρο ίσως και χειμώνας και η θάλασσα που σιγοφούσκωνε κάθε άλλο παρά φιλική και φιλόξενη φάνηκε στα άδολα μάτια του Κωνσταντή. Για μια στιγμή ο Κωνσταντής κοιτάχτηκε και απόρησε με την αμφίεση του. Η στολή του ναυτικού ήταν άφαντη ενώ ο ίδιος ήταν ντυμένος με τα ρούχα εκστρατείας που φορούσε στον πόλεμο. Παρόλα αυτά το ακόμα πιο περίεργο ήταν το γεγονός ότι τα ρούχα του ήταν κατατρυπημένα και ο ίδιος ξυπόλητος πατώντας με τα γυμνά του πέλματα τη νοτισμένη άμμο.

Θέλοντας να ξεδιαλύνει το μυστήριο όραμα που είχε δημιουργήσει στο μυαλό του το χασίς αλλά και παρακινούμενος από κάποια ακατανόητη δύναμη ο Κωνσταντής ξεκίνησε να περπατά στην άγνωστη σε εκείνον αμμουδιά. Το κρύο αεράκι που έγλυφε το σβέρκο του αλλά και η βρεγμένη άμμος κάτω από τα πόδια του έκαναν τον Κωνσταντή να τουρτουρίζει και να θέλει να προστατέψει και να ζεστάνει τον εαυτό του. Η όλη κατάσταση όμως γινόταν ολοένα και πιο μυστήρια βλέποντας ότι καμιά πενηνταριά μέτρα παραπέρα καθόταν καταγής κάποιος άγνωστος άντρας κοιτώντας καταπάνω του.

Έτσι λοιπόν για να μπορέσει να ξεδιαλύνει το μυστήριο ο Κωνσταντής ξεκίνησε να περπατά προς το μέρος του. Τα βήματα του κάθε άλλο παρά σίγουρα ήταν αφού ο αρχέγονος ανθρώπινος φόβος έφραζε κάθε απόπειρα της λογικής του μυαλού, κατακλύζοντας με ρίγη τη ραχοκοκαλιά του. Όπως όμως το ρυθμικό και επαναλαμβανόμενο κύμα δε λησμονούσε να χτενίσει την άγνωστη αμμουδιά έτσι και ο Κωνσταντής δεν τα παράτησε και συνέχισε την πορεία του φτάνοντας σε κοντινή απόσταση στον μυστηριώδη άντρα.

Φτάνοντας σε απόσταση μόλις μερικών βημάτων από εκείνον το θέαμα όχι μόνο δεν έλυσε το μυστήριο αλλά περιέπλεξε τα πράγματα με έναν ακόμα τρόπο αφού τα πλεχτά κιλίμια, το ξυρισμένο κεφάλι και τα φυλαχτά του αντικρινού άντρα φάνηκαν τόσο γνώριμα στον Κωνσταντή. Ο άντρας που καθόταν οκλαδόν απέναντι του δεν ήταν άλλος από τον Κουτλάι, τον Ουζμπέκο ναύτη της Αλεξανδρέττας. Σε μια στιγμή τα σφαλιστά βλέφαρα του μυστηριώδη σαμάνου άνοιξαν και αποκάλυψαν τα υπερκόσμια και πρασινωπά όπως ένα ζευγάρι σμαράγδια μάτια του. Η καρδιά του Κωνσταντή χτύπησε εκείνη τη στιγμή δυνατά όπως ένα λάκτισμα μέσα στο θώρακα του.

«Κουτλάι τι συμβαίνει;» ρώτησε κάπως τρομοκρατημένος ο Κωνσταντής για να μη λάβει καμία απάντηση από τον Ουζμπέκο ενώ την ίδια ώρα ο ήχος ενός τυμπάνου δονούσε την ατμόσφαιρα τριγύρω. Ο Ουζμπέκος αμίλητος όπως ήταν άπλωσε τα χέρια του προς τον Κωνσταντή με τις παλάμες του να κοιτούν προς τον ουρανό. Σαν από ένστικτο ο Κωνσταντής τον πλησίασε και ακούμπησε τις παλάμες του πάνω στον άλλο άνδρα. Μια βίαιη δύναμη όμοια με χτύπημα ηλεκτρικού ρεύματος χτύπησε το κορμί του Κωνσταντή ενώ κλάσματα του δευτερολέπτου αργότερα οι δυο τους βρέθηκαν να πετούν μέσα στο νυχτερινό ουρανό ανάμεσα από τα αστέρια. Μια ζαλάδα χτύπησε το κεφάλι του Κωνσταντή αναγκάζοντας τον να κλείσει τα μάτια του. Ότι και να συνέβαινε ήταν πέρα από τις δυνάμεις και τη λογική του.

Όταν ο Κωνσταντής άνοιξε τα μάτια του ο Κουτλάι και ο έναστρος ουρανός είχαν εξαφανιστεί ενώ ο ίδιος βρισκόταν μέσα σε ένα ολόφορτο αμπέλι. Ακόμα περισσότερο απορημένος από πριν ο Κωνσταντής κοίταξε τριγύρω για να αντικρύσει καμιά εκατοσταριά μέτρα μακριά του ένα πανύψηλο και επιβλητικό αρχοντικό. Παρόλο που ο ίδιος δεν είχε ιδέα για το που βρισκόταν το μέρος του φαινόταν απίστευτα οικείο. Βλέποντας αρκετά κοντά του μια αγροτική αποθήκη προχώρησε προς τα εκεί και δίχως να το πολυσκεφτεί έσπρωξε την πόρτα και προχώρησε στο εσωτερικό της. Η υγρασία και η μυρωδιά της μούχλας από τα κρασοβάρελα που υπήρχαν τριγύρω στο κελάρι του θύμισαν τόσο πολύ τη γλυκιά μυρωδιά της γης που έμοιαζε πολύ με κάποια παιδική του ανάμνηση. Ο Κωνσταντής προχώρησε στο βάθος της αποθήκης κι αυτό που αντίκρισε τον έκανε να σαστίσει ακόμα περισσότερο από πριν.

Μερικά μέτρα παραπέρα στεκόταν μια γυναίκα την οποία αναγνώρισε αμέσως από την ομορφιά και την κορμοστασιά της. Ήταν μια γυναίκα την οποία ενώ είχε πολύ καιρό να συναντήσει ποτέ του δεν είχε ξεχάσει. Ήταν ο πρώτος του έρωτας, ήταν η Κατερίνα που είχε γνωρίσει στα Γιαννιτσά. Στη θέα και μόνο του Κωνσταντή η νεαρή γυναίκα όρμησε κατά πάνω του και τον αγκάλιασε. Μη μπορώντας να αντισταθεί στην παρόρμηση που έσπρωχνε και τον ίδιο ο Κωνσταντής έκανε το ίδιο.

«Δεν μπορείς να φανταστείς το πόσο μου έλειπες όλο αυτόν τον καιρό. Λίγο ακόμα και η ελπίδα να σε ξαναδώ θα έσβηνε για πάντα Κωνσταντή.» είπε η Κατερίνα αρπάζοντας από τον σβέρκο τον Κωνσταντή και φιλώντας τον στο στόμα. Εκείνος που δεν μπορούσε ακόμα να καταλάβει τι συνέβαινε ή ακόμα καλύτερα να εξηγήσει τα όσα βίωνε αφέθηκε στη στιγμή και στην αγκαλιά της αγαπημένης του Κατερίνας. Παρόλα αυτά δεν άργησε η στιγμή που ο ήχος της πόρτας του κελαριού την οποία κάποιος είχε μόλις ανοίξει έβαλε σε εγρήγορση το μυαλό του Κωνσταντή. Αφουγκραζόμενος το χώρο τριγύρω ο Κωνσταντής πάσχιζε μανιωδώς να καταλάβει τι συνέβαινε. 

Ζωή μέσα από σαράντα κύματαWhere stories live. Discover now