Κεφάλαιο 74

9 2 0
                                    

Παρακινούμενος από την Κατερίνα αν και ο ίδιος δεν ήταν και πολύ πρόθυμος να εγκαταλείψει το αρχοντικό της οικογένειας Μιχαηλίδη, τελικά ο Κωνσταντής δέχτηκε να εξαφανιστούν προσωρινά μέχρι να καταστρώσουν το επόμενο βήμα της επίθεσης τους. Εκείνη τη στιγμή, το μόνο σίγουρο και ασφαλές μέρος ήταν η καλύβα του μπάρμπα-Χαράλαμπου που μετά χαράς θα δεχόταν να τους φιλοξενήσει σαν να ήταν δικά του παιδιά.

Έτσι, αφότου ο Θανάσης τους άδειασε τη γωνιά και η νύχτα σκέπασε με την παροιμιώδη υγρασία και το κρύο την πόλη των Γιαννιτσών, οι δυο νέοι άφησαν πίσω τους το αρχοντικό μπαίνοντας στην αγορά της πόλης.

«Κατερίνα όλο αυτό τον καιρό στα αλήθεια γνώριζες για τα εγκλήματα του Πέτρου;» ρώτησε ο Κωνσταντής.

«Γνώριζα πολύ καλά όπως γνώριζαν κι όλοι στα Γιαννιτσά. Γι' αυτό και σου έγραψα το πρώτο γράμμα. Τότε ήλπιζα ότι θα το διάβαζες και θα έσπευδες να έρθεις. Τα υπόλοιπα τα ξέρεις κι εσύ Κωνσταντή.» είπε η Κατερίνα.

«Τότε ήταν που σε ανάγκασε να τον παντρευτείς;» ρώτησε ο Κωνσταντής που προσπαθούσε να φωτίσει τα μελανά σημεία της ιστορίας που είχε εκτυλιχτεί.

«Κωνσταντή είχαμε πνιγεί στα χρέη εξαιτίας του Θανάση κι εγώ καλούμουν τότε να ξεπληρώσω τις ασωτίες του. Τότε ήταν που με πλησίασε ο Πέτρος προσφέροντας να πληρώσει όλα τα χρέη αν δεχόμουν να τον παντρευτώ.»

«Και τελικά είχες δεν είχες τον έκανες αυτό τον γάμο.» παρατήρησε ενοχλημένος ο Κωνσταντής.

«Συμφώνησα να τον παντρευτώ όχι και να γίνω πραγματική γυναίκα του. Όσο κι αν το ήθελε δεν πλάγιασα ποτέ μαζί του. Η συμφωνία μας ήταν απλά να τον παντρευτώ. Αυτό και μόνο.» είπε η Κατερίνα σηκώνοντας το δεξί της φρύδι.

«Και δεν σε πίεσε Κατερίνα;» ρώτησε ο Κωνσταντής.

«Με πίεσε Κωνσταντή αλλά το στιλέτο που ήταν πάντα κάτω από το μαξιλάρι μου ήταν αρκετό για να τον κρατάει μακρυά από το δωμάτιο μου.» παρατήρησε η Κατερίνα.

«Πάντως ευχαριστώ το Θεό που μπόρεσες και ξετρύπωσες το κρυφό αρχείο του Κατερίνα. Σε αυτό το πρόσφατο γράμμα του που είχε λάβει από τον Κοστόφ ήταν όλα γραμμένα με κάθε λεπτομέρεια.» είπε ο Κωνσταντής.

«Δυστυχώς για εκείνον εκτός από όλα τα άλλα που έχει κάνει και έπρεπε να ντρέπεται, συμμετείχε και στη δολοφονία του αδερφού σου. Αυτό είναι αρκετό για να μπει για πολλά χρόνια στη φυλακή.» επισήμανε η Κατερίνα.

«Όπως όλα δείχνουν αυτός ήταν ο σύνδεσμος των κομιτατζήδων στην περιοχή. Τότε, αφού προσκάλεσε στην περιοχή τον Κοστόφ και τους άντρες του, ξέσπασε η μάχη με τους άντρες του Μελά. Δυστυχώς όμως απ' όλα τα παλικάρια ο Αντώνης στάθηκε ο λιγότερο τυχερός.» είπε ο Κωνσταντής κι αφού ένας κόμπος έφραξε το λαιμό του, τα δυο του καστανοπράσινα μάτια άρχισαν να κλαίνε.

«Κωνσταντή ηρέμησε. Το ξέρω όλο αυτό μέσα σου σε πλακώνει μα πρέπει τώρα να σταθείς πιο δυνατός από ποτέ. Πρέπει να το κάνεις και για τους δυο μας. Ο αδερφός σου δεν θα ήθελε να λυγίσεις τώρα.» είπε η Κατερίνα αγκαλιάζοντας τον και κρατώντας το κεφάλι του με το δεξί της χέρι.

«Προσπαθώ Κατερίνα, μα ξέρεις. Η πρώτης σφαίρα βρήκε τον Αντώνη στον ώμο και τον τραυμάτισε κι ύστερα...» είπε ο Κωνσταντής κι η φωνή του πνίγηκε μέσα στους λυγμούς για να συνεχίσει ύστερα:

«Κι ύστερα αυτός ο σκύλος ο Κοστόφ πυροβόλησε τον Αντώνη στο κεφάλι και τον εκτέλεσε εν ψυχρώ. Ο Αντώνης πήγε σαν το σκυλί στο' αμπέλι.» είπε ο Κωνσταντής.

«Όλα θα πάρουν το δρόμο τους Κωνσταντή.» είπε η Κατερίνα όσο εκείνη κι ο Κωνσταντής ακουμπούσαν σε κάποιο τοίχο στο παζάρι της πόλης.

«Κατερίνα ο Κοστόφ θα μου το πληρώσει ακριβά. Θα πάω στη διεύθυνση του στη Σαλονίκη και θα τον σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια.» είπε εξοργισμένος ο Κωνσταντής για να προσθέσει μετά:

«Αυτό το φίδι θα το πληρώσει ακριβά Κατερίνα. Ξέρεις γιατί; Γιατί ποτέ όσο ζω δεν θα ξεθωριάσει η ανάμνηση μου όταν πήρα στα χέρια μου το κρανίο του Αντώνη. Κι όταν έσκυψα να το φιλήσω η ματιά μου καρφώθηκε πάνω στην τρύπα από τη σφαίρα του δολοφόνου. Όσο ζω θα πάρω την εκδίκηση μου. Το ορκίζομαι στα κόκαλα του. Και μόνο τότε η ψυχή του θα βρει την ανάπαυση της.»

Αφού απόμειναν για λίγο να ακουμπούν πάνω στον τοίχο Κωνσταντής κι η Κατερίνα ανασκουμπώθηκαν και συνέχισαν την πορεία τους. Έτσι λοιπόν αποφάσισαν στο επόμενο καλντερίμι να στρίψουν για να κόψουν δρόμο αφού από εκεί, σπάνια κανείς περνούσε. Φτάνοντας όμως, ο μεγάλος αριθμός περαστικών που είχαν μαζευτεί εκεί παραξένεψε και τους δύο. Έτσι κολλώντας πάνω στους άλλους και σπρώχνοντας όσους είχαν μαζευτεί εκεί από περιέργεια έφτασαν μερικά μόλις βήματα από το πιο αλλόκοτο θέαμα που σίγουρα δεν υπολόγιζαν να δουν.

Ένας άντρας, νεαρής ηλικίας, ήταν ξαπλωμένος στο πλάι πάνω στο βρώμικο πλακόστρωτο. Στο ύψος της καρδιάς του ήταν καρφωμένο ένα μαχαίρι ενώ το αίμα που είχε τρέξει από την πληγή είχε ποτίσει το γκρίζο σακάκι που φορούσε βάφοντας το. Κοιτώντας ακόμα καλύτερα και οι δυο τους έμειναν άναυδοι.

Ζωή μέσα από σαράντα κύματαWhere stories live. Discover now