Κεφάλαιο 52

10 2 0
                                    

Ο Κωνσταντής και ο Σεμπάστιαν αφού ήπιαν τα ποτά τους και γευμάτισαν στο «Μπέλλα Ιτάλια» στη συνέχεια πήραν το δρόμο της επιστροφής για το πλοίο, για να δουν στο πρόγραμμα της γέφυρας, εάν ο Κωνσταντής δούλευε στην επόμενη βάρδια του πλοίου ή όχι.

Παρόλο που η ώρα ήταν περασμένη, διόλου δεν απέτρεπε τους ξενύχτηδες καθώς επίσης και τους γλεντζέδες από το να βολτάρουν στη νυχτερινή πόλη ψάχνοντας ευκαιρίες για γνωριμίες με το όμορφο φύλο, μέσα από μία νύχτα γεμάτη αλκοόλ και ξεφάντωμα στους αργεντίνικους μουσικούς ρυθμούς.

Αφού λοιπόν οι δυο νέοι τους προσπέρασαν ρίχνοντας τους μερικά βλέμματα φθόνου για τη μοναδική ευκαιρία που είχαν να χαρούν το μεγαλείο της νυχτερινής διασκέδασης, συμφώνησαν πως εάν ο Κωνσταντής δεν δούλευε την επομένη, ότι θα διασκέδαζαν μέχρι τα ξημερώματα.

Φτάνοντας στην προβλήτα όπου η Αλεξανδρέττα ήταν δεμένη έριξαν μια ματιά τριγύρω για να διαπιστώσουν ότι η βαριά ξύλινη πόρτα του τελωνείου ήταν πια κλειστή και ότι εκείνη τη στιγμή μονάχα ένας λιμενοφύλακας περιπολούσε στην περιοχή. Ψηλά στη γέφυρα του πλοίου, παρόλο το ισχνό φως που τον φώτιζε, ο καπετάν-Γιώργης φαινόταν να περπατά πάνω κάτω και πότε-πότε να κοιτά πέρα, μακριά στον ορίζοντα που έσβηνε στον απέραντο ωκεανό.

Ο Κωνσταντής με τον Σεμπάστιαν αφού ανέβηκαν από την πλαϊνή σκάλα του πλοίου έφτασαν στο κατάστρωμα και αφού αντάλλαξαν μισή βιαστική κουβέντα με κάποιον άτυχο συνάδελφο τους, που εκείνο το βράδυ σε αντίθεση με εκείνους, είχε υπηρεσία στο πλοίο, στη συνέχεια κατευθύνθηκαν στη γέφυρα.

Φτάνοντας λοιπόν εκεί, οι δυο φίλοι βρήκαν, πράγμα περίεργο αν αναλογιστεί κανείς το προχωρημένο της ώρας, τον καπετάνιο και τον ύπαρχο να συζητούν έντονα. Στη θέα του Κωνσταντή που έμπαινε στη γέφυρα του πλοίου με τον Σεμπάστιαν οι δυο άντρες σώπασαν σαν να μιλούσαν συνωμοτικά μόλις πριν από λίγο. Ο Κωνσταντής, ρίχνοντας μια γρήγορη ματιά στο χώρο, αντίκρισε ένα χαρτί που έμοιαζε με κάποιο από τα σήματα που λάμβανε ο ασυρματιστής του πλοίου, ακουμπισμένο σε ένα τραπεζάκι μπροστά από τους δυο άντρες. Αν το παρατηρούσε κανείς λίγο καλύτερα, θα παρομοίαζε το χαρτί εκείνο με κάποιο ζώο που δάγκωνε το οποίο οι δυο άντρες ήθελαν να αποφύγουν πάση θυσία.

«Δε φανταζόμουν ότι θα σας έβρισκα τέτοια ώρα και τους δυο στη γέφυρα του πλοίου. Ήμουν σίγουρος ότι αφού φτάσαμε στο Μπουένος Άιρες ότι θα βγαίνατε στην πόλη για να ξεσκάσετε από το ταξίδι.» είπε ο Κωνσταντής θέλοντας να ελαφρύνει κάπως το κλίμα που φαινόταν αδικαιολόγητα βαρύ.

Ζωή μέσα από σαράντα κύματαWhere stories live. Discover now