Κεφάλαιο 28

10 2 0
                                    

Ήταν ένα φθινοπωρινό βράδυ όταν ο Κωνσταντής βρέθηκε να περιπλανιέται, για ακόμα μια φορά, στο ίδιο εκείνο μέρος όπου είχε στρατοπεδεύσει με τους υπόλοιπους στρατιώτες τον καιρό που πολεμούσε στη Μακεδονία. Το κρύο και η ψιλή υγρασία που υπήρχαν ολόγυρα έκαναν το δέρμα του Κωνσταντή νωπό, την ίδια ώρα που για κάποιο ανεξήγητο λόγο, ρίγη διέτρεχαν τα μέλη του κορμιού του.

Το μέρος εκείνο στα Γιαννιτσά ήταν εντελώς ερημικό ενώ για κάποιο ανεξήγητο λόγο ο Κωνσταντής βρέθηκε να περπατά προς την παρακείμενη εκκλησία και τον πλάτανο που βρισκόταν στον περίβολο της. Για μια στιγμή η γλυκιά και θερμή εικόνα της Κατερίνας, του πρώτου και αληθινού έρωτα της ζωής του, πέρασε σαν αστραπή από το μυαλό του. Αυτή η εικόνα και μόνο ήταν ικανή έστω και για λίγο να ομορφύνει τον εφιάλτη αυτό. Στάθηκε για μια στιγμή και αφού κοίταξε στον ουρανό είδε το φεγγάρι να είναι κατακόκκινο σαν να έσταζε αίμα. Το θέαμα αυτό ήταν από μόνο του ικανό να τον τρομοκρατήσει όμως ο Κωνσταντής, αφού περιμάζεψε τις δυνάμεις του, συνέχισε να περπατά χωρίς να γνωρίζει τον ακριβή λόγο.

Φτάνοντας μπροστά στο γέρικο πλάτανο ο Κωνσταντής για κάποιο ανεξήγητο λόγο σταμάτησε το ίδιο απότομα με πριν, ενώ η ματιά του έπεσε πάνω σε μία μουχλιασμένη επιτύμβια στήλη. Επάνω της ήταν γραμμένο με σχεδόν ξεθωριασμένα γράμματα το όνομα του αδερφού του· Αντώνιος Αναγνωστόπουλος. Η καρδιά του Κωνσταντή σφίχτηκε τόσο δυνατά που λίγο ακόμα θα έσπαζε σε χίλια κομμάτια ενώ ένα χοντρό δάκρυ που κατηφόρισε από το δεξί του μάτι, χαράκωσε πέρα για πέρα το νεανικό και σφριγηλό του μάγουλο ώσπου έπεσε σιωπηρά πάνω στο βρεγμένο χώμα και τελικά χάθηκε.

Το στομάχι του Κωνσταντή ανακατευόταν σαν να ήθελε να κάνει εμετό ενώ άξαφνα, σαν μια αστραπή, πρόβαλε μπροστά του ο μακαρίτης αδερφός του. Ο Αντώνης, στην εμφάνιση του αυτή ελάχιστα θύμιζε τον λεβέντη που κατοικούσε σαν μνήμη από τα παλιά στο μυαλό του Κωνσταντή. Το ξανθό μουστάκι είχε δώσει τη θέση του σε μια βαθιά ουλή ενώ τα άλλοτε σφιχτοδεμένα του μπράτσα είχαν γίνει τώρα σκελετωμένα κούτσουρα. Ακόμα η μαύρη στολή του μακεδονομάχου είχε σκιστεί και κρεμόταν πια σαν κουρέλι από πάνω του ενώ επάνω στις ασθενικές και αρρωστιάρικες σάρκες του χλωμού κορμιού του περιδιάβαιναν ζωύφια.

Ο Αντώνης άπλωσε το χέρι του και η φωνή βγήκε από το λαρύγγι του με έναν πόνο και μια απελπισία συνάμα:

«Κωνσταντή, σε παρακαλώ μη με ξεχάσεις! Επειδή είμαι μόνος μου κρυώνω και το κορμί μου πονάει συνεχώς. Εδώ είναι όλο νύχτα και ποτέ το φως του ήλιου δεν ξεπροβάλλει από την Ανατολή. Σε παρακαλώ. Χρειάζομαι τη βοήθεια σου! Πρέπει να με σώσεις αδερφέ!» είπε έντρομος ο Αντώνης, ενώ με τον ίδιο ξαφνικό τρόπο που νωρίτερα είχε εμφανιστεί, ο μακαρίτης αδερφός του Κωνσταντή έγινε στάχτη και ο κρύος άνεμος τον παρέσυρε παντού τριγύρω από τον πλάτανο. Αμέσως μετά ένα μαύρο κοράκι έκρωξε δυνατά και μακάβρια ψηλά από ένα κλαδί του πλάτανου. Ύστερα απ' αυτό, ο Κωνσταντής πετάχτηκε από το κρεβάτι του βουτηγμένος μέσα στον ιδρώτα και τα δάκρυα παρόλο που αυτό ήταν αφύσικο λόγω του χειμωνιάτικου κρύου που υπήρχε ολόγυρα στην καμπίνα του.

Ζωή μέσα από σαράντα κύματαNơi câu chuyện tồn tại. Hãy khám phá bây giờ